ἐγκράτεια
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ, A mastery over, ἐ. ἑαυτοῦ self-control, Pl.R.390b; ἐ. ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν control over them, ib.430e, cf. X.Mem.2.1.1, Isoc.1.21; περί τι Arist.EN1149a21, al. II abs., self-control, X. Mem.1.5.1, Isoc.3.44, Arist.EN1145b8, al., LXX Si.18.30, Act.Ap. 24.25, etc.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, Enthaltsamkeit, τινός, von Etwas, Selbstbeherrschung, bes. Mäßigung in sinnlichen Genüssen, ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Plat. Rep. IV, 430 e; ἑαυτοῦ III, 390 b; πάντων, ὑφ' ὧν κρατεῖσθαι τὴν ψυχὴν αἰσχρόν Isocr. 1, 21; ἀφροδισίας Xen. Ages. 5, 4; πρὸς ἐπιθυμίαν Mem. 2, 1, 1; Plut. Tib. Graech. 3; Plat. defin. 412 a ἐγκ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὶ δεινά.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράτεια: ἡ, (ἐγκρατὴς) τὸ νὰ εἶναί τις ἐγκρατής, ἐγκρ. ἑαυτοῦ Πλάτ. Πολ. 390Β· ἐγκρ. ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν αὐτόθι 430Ε· ὡσαύτως, ἐγκρ. πρός τι Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 1· περί τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 6. ΙΙ. ἀπολ., ἐγκράτεια, Λατ. continentia, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
empire sur soi-même, modération, tempérance.
Étymologie: ἐγκρατής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dominio, control sobre c. gen. obj. de pers. o abstr. ἑαυτοῦ Pl.R.390b, καρτερία σώματος καὶ ψυχῆς ἐ. Polyaen.8.32, ἡδονῶν τινων καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.R.430e, cf. Vett.Val.157.14, ἐγκράτειαν ἄσκει ... κέρδους, ὀργῆς Isoc.1.21, cf. X.Mem.2.1.1
•sin rég. dominio de sí mismo, autocontrol, capacidad de resistencia ἐ. καλὸν ... ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν X.Mem.1.5.1, χρὴ δοκιμάζειν ... τὴν ... ἐγκράτειαν ἐν ταῖς τῶν νεωτέρων ἡλικίαις Isoc.3.44, ἥ τε ἐ. καὶ καρτερία Arist.EN 1145b8, cf. Phys.B 274.8, 12, op. ἀκρασία Arist.EN 1149a21, Metopus p.117.17, tb. c. gen. subjet. τοῖς ἑαυτοῦ στρατιώταις ἐπιδεῖξαι τὴν τῶν πολεμίων ἐγκράτειαν Polyaen8.23.24
•como tít. de una obra de Jenócrates, D.L.4.12 (= Xenocrates 2)
•considerada una virtud cínica ἡ Κράτητος ἐ. D.L.6.15, tb. estoica, Chrysipp.Stoic.3.8, catalogada como virtud, D.L.7.92
•moderación entendida como virtud del gobernante SB 11648.2.21 (III d.C.), o del estudioso, Vett.Val.288.16
•como virtud crist. continencia, templanza Clem.Al.Strom.3.7.57, Gr.Naz.M.36.505A, Euagr.Pont.Cap.Pract.89, 94
•ref. al ámbito sexual abstinencia, castidad, Act.Ap.24.25, διαβαίνομεν ... ἐκ φιλοσαρκίας εἰς ἐγκράτειαν Cyr.Al.Luc.1.326
•como virtud central de la secta de los encratitas, que rechazan el matrimonio y la procreación, Clem.Al.Strom.3.6.45, trad. de lat. continentia en un texto bilingüe Gloss.Pap.16.16.
English (Strong)
from ἐγκρατής; self-control (especially continence): temperance.
English (Thayer)
(see ἐν III:3), ἐγκρατείας, ἡ, (ἐγκρατής), self-control, Latin continentia, temperantia (the virtue of one who masters his desires and passions, especially his sensual appetites): Xenophon, Plato, and following; 4 Maccabees 5:34.)
Greek Monolingual
η (AM ἐγκράτεια)
1. η ιδιότητα του εγκρατή, αυτοκυριαρχία
2. αποχή από κάτι
3. σεξουαλική αποχή, σαρκική αγνότητα.
Greek Monotonic
ἐγκράτεια: ἡ,
I. κυριαρχία, εξουσία, επιβολή πάνω σε άνθρωπο ή πράγμα, ἐγκρ. ἑαυτοῦ, αυτοέλεγχος, σε Πλάτ.
II. απόλ., αυτοέλεγχος, Λατ. continentia, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκράτεια: (ρᾰ) ἡ досл. власть, господство, преимущ. (тж. ἐ. ἑαυτοῦ Plat.) самообладание, воздержность (τινος Xen., Isocr., πρός τι Xen., Plat., Plut. и περί τι Arst., Plut.): ἐ. ψυχῆς πρὸς τὰ φοβερὰ καὶ δεινά Plat. самообладание перед лицом страшных опасностей; ἐ. περὶ τὰς χεῖρας Plut. бескорыстие, честность.
Middle Liddell
ἐγκράτεια, ἡ,
I. mastery over a person or thing, ἐγκρ. ἑαυτοῦ self- control, Plat.
II. absol. self-control, Lat. continentia, Xen. [from ἐγκρᾰτής]
Chinese
原文音譯:™gkr£teia 恩格-克拉帖阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在內-握住(著)
字義溯源:節制,自制;源自(ἐγκρατής)=自持);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(4);徒(1);加(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 節制(4) 徒24:25; 加5:23; 彼後1:6; 彼後1:6
English (Woodhouse)
continence, control, self-control, self-restraint, mastery over