ὑποκνίζω

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκνίζω Medium diacritics: ὑποκνίζω Low diacritics: υποκνίζω Capitals: ΥΠΟΚΝΙΖΩ
Transliteration A: hypoknízō Transliteration B: hypoknizō Transliteration C: ypoknizo Beta Code: u(pokni/zw

English (LSJ)

A tickle or excite a little, ἀκκισμὸς ὑ. τὰς ὁρμάς Ph.2.127, cf. Aristaenet.2.1,10; τοὺς ἀκούοντας Chor.p.125 B., cf. Id.30.2 p.342 F.-R.:—Pass., to be somewhat excited, X.Mem.3.11.3; ὑποκεκνισμένος 'smitten', Plu.Sull.35.

German (Pape)

[Seite 1220] ein wenig ritzen, kratzen; übertr., ein wenig, heimlich Neid, Aerger, Eifersucht u. vgl. verursachen, übh. in leidenschaftliche Bewegung setzen, ἔρως ὑπέκνισε φρένας Pind. P. 10, 60; – u. pass. einen heimlichen Reiz empfinden; Xen. Mem. 3, 11, 3; Luc. Calumn. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκνίζω: ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, γαργαλίζωἐξάπτω, ἐρεθίζω ὀλίγον, ἔρως ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ὑποκεκνισμένος;
aiguillonner ou exciter peu à peu les désirs.
Étymologie: ὑπό, κνίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].

Greek Monotonic

ὑποκνίζω: μέλ. —σω, γαργαλάω ή διεγείρω, ερεθίζω λιγάκι, σε Πίνδ. — Παθ., είμαι κάπως συνεπαρμένος, ερεθισμένος, διεγερμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκνίζω: возбуждать, волновать (φρένας Pind.): δῆλος ἦν ὑποκεκνισμένος Plut. он был явно взволнован (польщен); φιλοτιμίας ὑποκεκνισμένος (v. l. ὕπο κεκνισμένος) Luc. обуреваемый честолюбием.

Middle Liddell

fut. σω
to tickle or excite a little, Pind.:— Pass. to be somewhat excited, Xen.