συναμπέχω

From LSJ
Revision as of 10:36, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμπέχω Medium diacritics: συναμπέχω Low diacritics: συναμπέχω Capitals: ΣΥΝΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: synampéchō Transliteration B: synampechō Transliteration C: synampecho Beta Code: sunampe/xw

English (LSJ)

and συναμπίσχω, A cover up together or cover up closely, wrap up, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις A.Pr.521:—Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF1111.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.

Greek (Liddell-Scott)

συναμπέχω: καὶ -ίσχω, περικαλύπτω στενῶς ἢ ὁμοῦ, περικαλύπτω, περιτυλίσσω, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.

French (Bailly abrégé)

envelopper entièrement, cacher.
Étymologie: σύν, ἀμπέχω.

Greek Monolingual

και συναμπίσχω Α
περιβάλλω, καλύπτω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].

Greek Monotonic

συναμπέχω: και -αμπίσχω, σκεπάζω εντελώς, περιτυλίγω, συγκαλύπτω, σε Αισχύλ. — Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; γιατί καλύπτεις τα μάτια σου; σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αμπέχω geheel omhullen. Aeschl. PV 521.

Russian (Dvoretsky)

συναμπέχω: окутывать, скрывать (σεμνόν τι Aesch.).

Middle Liddell

-αμπίσχω
to cover up closely, to wrap up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost veil thine eyes? Eur.