ορθώνω

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) ορθός
1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω
2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση
3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῦμαι, -όομαι
σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος
νεοελλ.
1. (η προστ. αορ.) όρθωσον
ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα κουπιά προς απονομή χαιρετισμού
2. φρ. «ορθώνω το ανάστημά μου» — αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι περήφανα και θαρραλέα
αρχ.
1. οικοδομώ, χτίζω, στήνω οικοδόμημα («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον», Ευρ.)
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
3. κάνω κάτι ευθύ, ισιάζω («ὀρθοῦν

τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», Αριστοτ.)
4. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, τροποποιώ κάτι προς το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», Ηρόδ.)
5. τιμώ, δοξάζω
6. κατευθύνω
7. χρησιμοποιώ την ονομαστική πτώση
8. μέσ. α) επιτυγχάνω, κατορθώνω
β) (για λόγο) είμαι αληθής, ορθός
9. παθ. ευτυχώ, ακμάζω
10. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀρθούμενον
η επιτυχία.