ἐπεργασία
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ἡ, A cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground (cf. foreg. 1.2), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Th.1.139, cf. Pl.Lg.843c. II right of mutual tillage in each other's territory, X.Cyr.3.2.23. III treatment, discussion, Steph.in Hp.1.107 D.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, 1) die widerrechtliche Bestellung eines im fremden Gebiete belegenen oder heiligen Ackers, τῆς ἱερᾶς γῆς ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσιν ἐπικαλοῦντες Thuc. 1, 139; vgl. Plat. Legg. VIII, 843 c. – 2) das Recht der Bürger zweier Nachbarstaaten, auf beiden Gebieten Ländereien besitzen u. bestellen zu dürfen, καὶ ἐπιγαμία Xen. Cyr. 3, 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεργᾰσία: ἡ, καλλιέργεια ξένων ἀγρῶν, κατάληψις ἱεροῦ ἐδάφους (πρβλ. ἐπεργάζομαι), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Θουκ. 1. 139, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 843C. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ ἀμοιβαίως καλλιεργεῖν καὶ καρποῦσθαι τοὺς ἀγροὺς ἀλλήλων, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· πρβλ. ἐπιγαμία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de cultiver le terrain d’autrui, empiètement;
2 droit, pour deux voisins, de cultiver réciproquement le domaine l’un de l’autre.
Étymologie: ἐπεργάζομαι.
Greek Monolingual
ἐπεργασία, η (Α) επεργάζομαι
παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῦν
τες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.)
2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», Ξεν.)
3. συζήτηση.
Greek Monotonic
ἐπεργᾰσία: ἡ,
I. καλλιέργεια ξένου αγρού, κατάληψη, οικειοποίηση ιερού εδάφους, σε Θουκ.
II. δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών μεταξύ διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεργᾰσία: ἡ
1) обработка чужой земли (sc. τὰ τῶν γειτόνων Plat., преимущ. принадлежащей храмам: τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Thuc.);
2) право взаимного землепользования (для граждан соседних государств) (ἐπιγαμία καὶ ἐ. Xen.).
Middle Liddell
ἐπεργᾰσία, ἡ,
I. cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground, Thuc.
II. the right of mutual tillage on each other's ground, Xen.