σύμφυσις

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφῠσις Medium diacritics: σύμφυσις Low diacritics: σύμφυσις Capitals: ΣΥΜΦΥΣΙΣ
Transliteration A: sýmphysis Transliteration B: symphysis Transliteration C: symfysis Beta Code: su/mfusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συμφύω) A growing together, natural junction, esp. of the bones, Hp.Fract.37, cf. Art.34; opp. ἁφή, as being not mere contact, but continuity of substance, Arist.Metaph.1014b22, cf. 1069a12, Ph.227a23; σ. ὀστῶν Id.HA518b8; so of bones united, κατὰ σύμφυσιν, opp. articulation (κατ' ἄρθρον), Gal.2.734, PLit.Lond.167.19 (ii/iii A.D.); of attachment of muscles to bones, Gal.2.445,484; ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκός Pl.Ti.77d, cf. Arist.HA547a16, PA 693b25; ἡ πρὸς τὴν μήτραν σ. [τοῦ Χορίου] Sor.1.73; closing or healing up of an injured tree, Thphr.HP9.2.6; ἡ σ. καὶ ἡ τάξις structure and arrangement of a physical body, Id.Sens.79, cf. Lap.11; ἔντερον συμφύσεις ἔχον, of intestines divided into chambers by constriction, Arist.HA507b35; ἡ σ. τοῦ πνεύμονος κατὰ ῥάχιν Aret.SD1.9; of the tongue, ib.7. 2 metaph. of the mystic's union with the Supreme Being, Porph.Abst.1.29.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφῠσις: ἡ, (συμφύω) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ συνένωσις, μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, ἐπειδὴ σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· οὕτως ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· ἔντερον συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, αὐτόθι 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, αὐτόθι 1. 7.

Russian (Dvoretsky)

σύμφῠσις: εως ἡ
1) сращенность (τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σαρκός Plat.);
2) непрерывность: διαφέρει σ. ἁφῆς Arst. непрерывность отличается от (простого) соприкосновения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφυσις -εως, ἡ [συμφύω] samengroeiing, vergroeiing. geneesk., de vaste verbinding van twee beenderen door kraakbeen, m. n. gebruikt van de schaambeenvoeg: natuurlijke verbinding, symfyse. Hp.

Greek Monolingual

η / σύμφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ συμφύω
1. φυσική συνένωση, συσσωμάτωση, συγκόλληση
2. (ειδικά) η συνένωση δύο οστών ή μερών του ίδιου οστού (α. «ηβική σύμφυση» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. τύπος ακίνητης ή ελάχιστα κινητής αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη μεσολάβηση ινώδους χόνδρου
2. ιατρ. η συγκόλληση τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες
3. (ορυκτ.) αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους
4. φρ. α) «γενειακή σύμφυση»
ανατ. η γραμμή ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της κάτω γνάθου
β) «καρδιακή σύμφυση»
ιατρ. σύμφυση του επικαρδίου με το περικάρδιο
αρχ.
1. επούλωση
2. η κατασκευή ενός σώματος
3. (για μυς) πρόσφυση σε οστό
4. μτφ. (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική συνένωση με το υπέρτατο ον
5. φρ. «σύμφυσις ἐντέρου» — σύσφιγξη εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (Αριστοτ.).