ζημιά

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

και ζημία και εζημία, η (AM ζημία, Μ και εζημία
Α και δωρ. τ. ζαμία)
1. απώλεια, βλάβη, φθορά, καταστροφή
(«οι ζημιές από την πλημμύρα ήταν πολύ μεγάλες»)
2. τιμωρία, ποινή («ἀγνοοῦσι γἀρ ζημίαν ἀδικίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. απώλεια αξίας χωρίς αντιστάθμισμα («η επιχείρηση άφησε μεγάλες ζημιές»)
2. φρ. «έρχομαι σε ζημία» — με βρίσκει συμφορά
μσν.
1. αναποδιά
2. φρ. «δίδω ζημίαν» ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «γυρίζω ζημίαν» — κάνω κακό, κάνω ζημιά σε κάποιον, βλάπτω, καταστρέφω
μσν.-αρχ.
χρηματική ποινή, πρόστιμο
αρχ.
1. (ως υβριστική λέξη) άνθρωπος μηδαμινός
2. έξοδο, δαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως η λ. συνδέεται με τα ζήλος, ζητώ, δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»].