παροχετεύω

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχετεύω Medium diacritics: παροχετεύω Low diacritics: παροχετεύω Capitals: ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΩ
Transliteration A: parocheteúō Transliteration B: parocheteuō Transliteration C: parocheteyo Beta Code: paroxeteu/w

English (LSJ)

A turn from its course, divert, ὑφαιρουμένους τὸ ὕδωρ καὶ π. Plu. Them.31 :—Med., εἰς ἑτέρους τὸ τῆς ἀρχῆς π. Id.2.779f: metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ E.Ba.479; π. λόγοις Pl.Lg.844a :—Pass., to be diverted, Thphr.CP5.17.4.

German (Pape)

[Seite 528] das Wasser ableiten, durch einen Nebenkanal, heimlich oder unrechtmäßig, ὑφῃρημένος τὸ ὕδωρ καὶ παροχετεύσας, Plut. Them. 31; VLL. – Übertr., τοῦ τ' αὖ παρωχέτευσας εὖ κοὐδὲν λέγων, Eur. Bacch. 479, wie λόγοις Plat. Legg. VIII, 844 a. – Plut. ad princ. iner. 1 braucht auch das med. in activer Bdtg.

French (Bailly abrégé)

dériver par un autre canal ; en mauv. part dériver furtivement ou suivant une mauvaise direction.
Étymologie: παρά, ὀχετεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
αλλάζω, μεταστρέφω τη ροή υγρού, διοχετεύω από κεντρικό αγωγό οχετό ή διώρυγα σε διπλανό αγωγό
νεοελλ.
φρ. «παροχετεύω ηλεκτρικό ρεύμα» — μεταφέρω ηλεκτρικό ρεύμα από το πλησιέστερο κέντρο διανομής σε σύστημα αγωγών εσωτερικής εγκατάστασης
αρχ.
μτφ. απαντώ με υπεκφυγές, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀχετεύω (< ὀχετός)].

Greek Monotonic

παροχετεύω: μέλ. -σω, παρεκτρέπομαι από την πορεία μου, παρεκκλίνω, σε Πλούτ.· μεταφ., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παροχετεύω: тж. med.
1) отводить тайным прорытием канала (τὸ ὕδωρ Plut.);
2) перен. сворачивать в сторону: π. λόγοις Plat. давать беседе другое направление; τοῦτ᾽ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur. ты ловко увернулся (от ответа).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οχετεύω omleiden (water); geneesk., afvoeren (vocht uit een gezwel). overdr. onschadelijk maken:. τοῦτ ’ αὖ παρωχετεύσας εὖ γ ’ οὐδὲν λέγων dat heb je weer mooi onschadelijk gemaakt door onzin uit te kramen Eur. Ba. 479.

Middle Liddell

fut. σω
to turn from its course, divert, Plut.:—metaph., τοῦτ' αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur.