ἀμάθητος

From LSJ
Revision as of 10:27, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάθητος Medium diacritics: ἀμάθητος Low diacritics: αμάθητος Capitals: ΑΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: amáthētos Transliteration B: amathētos Transliteration C: amathitos Beta Code: a)ma/qhtos

English (LSJ)

ον, A = ἀμαθής, Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.Arc.6.

German (Pape)

[Seite 114] Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάθητος: -ον, = ἀμαθής, Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
ignorante Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto Procop.Arc.6.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.