ελάφι

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

το
αρτιοδάκτυλο θηλαστικό που χαρακτηρίζεται από τις οστέινες προεκβολές της κεφαλής, τα γνωστά ελαφοκέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ομηρικός, ιωνικός-αττικός τ. έλαφος προήλθε από eln-bho-s (πρβλ. έριφος) και εμφανίζει παράλληλο ομηρικό, αιολικό τύπο ελλός
«νεβρός, ελαφάκι» < ελ-νός (πρβλ. αρμ. eln, λιθ. elnis, αρχ. σλαβ. jelenĭ, ουαλ. elain). Ο νεοελληνικός τ. (ε)λάφι < μσν. (ε)λάφιν < ελάφ-ιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου τύπου έλαφος.
ΠΑΡ. ελάφειος, ελάφιον
αρχ.
ελαφή, ελαφιαία, ελαφίνης, ελάφιος
αρχ.-μσν.
ελαφικός
νεοελλ.
ελαφάκι, ελαφήσιος, ελαφιάζω, ελαφίδα, ελαφίδες, ελαφίνα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελαφόβοσκον, ελαφοειδής, ελαφοκέφαλος, ελαφοκτόνος, αρχ. ελαφόκρανος, ελαφόσκορδον, ελαφοσσοΐα
αρχ.-μσν.
ελαφηβόλος
μσν.
ελαφόπους
νεοελλ.
ελαφογενής, ελαφόκερας, ελαφοκέρατο, ελαφομύκητας, ελαφοπόδαρος, ελαφόπουλο, ελαφόχοιρος. (Β' συνθετικό) τραγέλαφος
αρχ.
ιππέλαφος, ιπποτραγέλαφος, ονέλαφος, στραβέλαφος, ταυρέλαφος, χοιρέλαφος.