λάχανο
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
Greek Monolingual
το (AM λάχανον)
1. συν. στον πληθ. τα λάχανα
τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», Πλάτ.)
2. φρ. «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς
νεοελλ.
1. βοτ. α) κοινή ονομασία λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν μετά από μακροχρόνια καλλιέργεια από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες
β) κοινή ονομασία του κεφαλωτού λαχάνου, της ποικιλίας Brassica oleracea var. capitata
2. (ιδιωμ.) πορτοφόλι
3. φρ. α) «εγώ δεν τρώω λάχανα» — δεν είμαι ανόητος, για να μέ εξαπατήσουν
β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα
γ) «τον έφαγε λάχανο» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα
αρχ.
στον πληθ. τὰ λάχανα
λαχαναγορά, λαχανοπάζαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. συνδέεται με τον τ. λαχαίνω και εμφανίζει επίθημα -ανον (πρβλ. λείψανον, πήγανον).
ΠΑΡ. λαχανάς, λαχανικός
αρχ.
λαχανάριον, λαχανεύς, λαχανεύω, λαχανηρός, λαχανίδιον, λαχανίζω, λαχάνιος, λαχανίτης, λαχανώδης
αρχ.-μσν.
λαχάνιον
μσν.
λαχάνη, λαχανίτσιν
νεοελλ.
λαχανάκι, λαχανής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαχανοειδής, λαχανοπώλης, λαχανοφαγία
αρχ.
λαχανηλόγος, λαχανηφόρος, λαχανοθήκη, λαχανόπτερος, λαχανόσπερμον αρχ.-μσν. λαχανοπράτης
μσν.
λαχανοκομώ, λαχανοκοπικός, λαχανοπροβάλλω, λαχανωνυμία
μσν.- νεοελλ.
λαχανόγουλο
νεοελλ.
λαχαναγορά, λαχανάλμη, λαχανόζουμο, λαχανόκηπος, λαχανοκόμος, λαχανοντολμάς, λαχανοπάζαρο, λαχανόπιτα, λαχανόρυζο, λαχανόσπορος, λαχανοφάγος, λαχανόφυλλο, λαχανοφυτεία, λαχανόφυτος, λαχανόχρους. (Β' συνθετικό) αγριολάχανον
αρχ.
ιντυβολάχανον, κηπολάχανον, κοκκολάχανον, λεπτολάχανον, παλλάχανον, χρυσολάχανον
νεοελλ.
βρομολάχανο, ζουρλολάχανο, κουφολάχανο, κραμπολάχανο, μαυρολάχανο, μοσκολάχανο, σκυλολάχανο, φοινικολάχανο].