ἆσσον
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
(Dor. ἄσσιον acc. to Eust.1643.32), Adv. Comp. of ἄγχι:— A nearer, especially of hostile approach, ἆσσον ἴτ' Il.1.567, al., cf. Hes.Th.748; τείχεος ἆ. ἴσαν Il.22.4, cf. Hdt.4.3, Ar.Eq.1306; simply of approach, γυναῖχ' ὁρῶ στείχουσαν ἡμῶν ἆ. S.OC312, cf. El.900; of a woman, ἥτις ἀνδρῶν ἆ. οὐκ ἐλήλυθεν Ar.Eq.1306; δίφρον ἆ. ἕλκεται πυρός Semon.7.26: c. dat., S.OC722: with double Comp., ἕρποντι μᾶλλον ἆσσον Id.Ant.1210: Sup. ἄσσιστα A.Fr.6; ἄσιστα IG5(2).159.17 (Tegea), Michel1334 (Elis, iv B. C.). II hence new Comp. ἀσσοτέρω, with or without gen., Od.19.506, 17.572; later Comp. Adj. ἀσσότερος, = ἐγγύτερος, Arat.878: Sup. Adv. ἀσσοτάτω AP9.430 (Crin.): Sup. Adj. ἀσσότατος ib.6.345 (Id.).
French (Bailly abrégé)
adv.
plus près avec ou sans mouv. ; μᾶλλον ἆσσον SOPH m. sign.
Étymologie: Cp. de ἄγχι.
English (Autenrieth)
(comp. of ἄγχι), double comp. ἆσσοτέρω: nearer, w. gen.; usually with ἰέναι, Il. 1.335.
English (Slater)
ἆσσον coni. Mommsen: †ἀνάσσων codd. (O. 13.107)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): hiperdor. ἄσσιον Eust.1643.32
adv. compar. de ἄγχι más cerca con sent. hostil, sin rég. ἆ. ἰόνθ' Il.1.567, ἆ. ἴθ' Il.6.143, ἆ. ἴτω Il.23.667, οὔτ' ἆ. ἐλθεῖν Semon.8.33, c. gen. Ἀχαιοὶ τείχεος ἆ. ἴσαν Il.22.4, λαβόντα ... τὴν μάστιγα ἰέναι ἆ. αὐτῶν Hdt.4.3
•sin sent. hostil, sin rég. ἀσσονἰο ῖσ' ἁπαλᾶς χηρὸς λάβοι Alcm.3.Fr.3.80, Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆ. ἰοῦσαι Hes.Th.748, ὑπεὶς τῆς ὀργῆς ἤιε ἆ. Hdt.3.52, ἆ. ... ἀκολουθεῖν I.AI 1.328, ἄραντες ἆ. παρελέγοντο τὴν Κρήτην Act.Ap.27.13, c. gen. οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆ. ἱκοίμην Il.14.247, οὐδὲ πότ' ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆ. Hes.Th.796, ἆ. ... πυρός Semon.8.26, γυναῖχ' ὁρῶ στείχουσαν ἡμῶν ἆ. S.OC 312, τύμβου προσεῖρπον ἆ. S.El.900, σῶν ἆ. ἄντρων ἤλθομεν E.Cyc.255, τῶν ἆ. ὥρμει E.IA 291, ἥτις ἀνδρῶν ἆ. οὐκ ἐληλύθει de una mujer que no ha tenido trato con los hombres Ar.Eq.1306, στεῖχε δίκης ἆ. D.C.77.15.5, c. dat. ἆ. ἔρχεται Κρέων ὅδ' ἡμῖν S.OC 722, hipercar. c. otro compar. ἕρποντι μᾶλλον ἆ. S.Ant.1210, v. tb. ἀσσότερος.
English (Strong)
neuter comparative of the base of ἐγγύς; more nearly, i.e. very near: close.
English (Thayer)
adverb, nearer (comparative of ἄγχι near (cf. ἐγγύς)): st Ασσον (or Ασσον, which see), bez elz ἆσσον (cf. Tdf. at the passage); but see Meyer). (Homer, Herodotus, tragic poets; Josephus, Antiquities 19,2, 4.)
Greek Monolingual
ἆσσον (επίρρ., συγκρ. του ἄγχι) (Α)
πλησιέστερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρίζα) anĝh- του άγχι + -jov, κατάλ. επιρρ. συγκρ. βαθμ. αγjov > ανσσον > άνσσον, με απλοποίηση του -ν-].
Greek Monotonic
ἆσσον: συγκρ. επίρρ. του ἄγχι, κοντύτερα, εγγύτερα, πιο κοντά, σε Όμηρ.· με γεν., ἆσσον ἐμεῖο, πιο κοντά σε μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλό συγκρ., μᾶλλον ἆσσον, σε Σοφ.· απ' όπου, ως νέος συγκρ., ἀσσοτέρω, με ή χωρίς γεν., σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ., ἀσσοτάτω, σε Ανθ.· απ' όπου, επίθ. ἀσσότατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἆσσον: adv. [compar. к ἄγχι I] ближе Hom.: μᾶλλον ἆ. Soph. все ближе; ἰέναι ἆ. τινος Her. подходить к кому-л.
Middle Liddell
ἄγχι
nearer, very near, Hom.: c. gen., ἆσσον ἐμεῖο nearer to me, Il.; with a double comp., μᾶλλον ἆσσον Soph.:—hence, as a new comp., ἀσσοτέρω, with or without gen., Od.; Sup. ἀσσοτάτω, Anth.; whence adj. ἀσσότατος Anth.
Chinese
原文音譯:«sson 阿算
詞類次數:副詞(1)
原文字根:近
字義溯源:更接近地,貼近地,臨近地;源自(ἐγγύς)=近);而 (ἐγγύς)出自(ἀγρυπνία)X*=扼喉)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 貼近(1) 徒27:13