ἀμφιλέγω

From LSJ
Revision as of 10:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιλέγω Medium diacritics: ἀμφιλέγω Low diacritics: αμφιλέγω Capitals: ΑΜΦΙΛΕΓΩ
Transliteration A: amphilégō Transliteration B: amphilegō Transliteration C: amfilego Beta Code: a)mfile/gw

English (LSJ)

Dor. ἀμφιλλ-, A dispute about, τι X.An. 1.5.11; χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG4.926 (Epid.):—Pass., τὰ ἀμφιλλεγόμενα GDI5149 (Cret.). 2 foll. by μή... dispute, question that a thing is, X.Ap. 12: abs., dispute, αἴ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί GDI2561A42.

German (Pape)

[Seite 140] 1) nach beiden Seiten hin reden, streiten, Xen. An. 1, 5, 11: τί, über etwas. – 2) zweifeln, βρονταῖς (andere βροντάς) ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ οἰωνιστήριον εἶναι Xen. Apol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλέγω: φιλονεικῶ, συζητῶ περί τινος, τι Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11: ἑπομένου μή ..., φιλονεικῶ, ἀμφισβητῶ, ἀμφιβάλλω εἰ πράγματι ἔχει οὕτως, ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 12.

French (Bailly abrégé)

disputer sur, acc. ; ἀ. μή τι εἶναι contester ou douter qu’une chose soit.
Étymologie: ἀμφί, λέγω³.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀμφιλλ- IG 42.71.3 (Epidauro III a.C.), CID 1.9A42 (IV a.C.)
• Morfología: [arc. subj. 3.a plu. ἀνφιλέγδντοι IG 5(2).159 B.18 (Tegea V a.C.)]
discutir, disputar sobre τι X.An.1.5.11, c. gen. περὶ τᾶς χώρας ἇς ἀμφέλλεγον IG l.c., βροντὰς ... μὴ μέγιστον οἰωνιστήριον εἶναι; (¿discutirá alguien) que los truenos son un gran augurio? X.Ap.12
abs. αἰ κ' ἀμφιλλέγωντι τοὶ ταγοί CID l.c., cf. ICr.1.16.4.10 (Lato).

Greek Monolingual

ἀμφιλέγω (Α)
1. φιλονικώ, λογομαχώ
2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λέγω.
ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος.

Greek Monotonic

ἀμφιλέγω: Δωρ. -ἀμφιλλέγω, μέλ. -ξω, διαφωνώ για, τι, σε Ξεν.· ἀμφ. μή, διαφωνώ, ερίζω, αμφισβητώ ότι ένα πράγμα είναι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλέγω:
1) спорить: ἀμφιλέξαι τι Xen. поспорить из-за чего-л.;
2) оспаривать: ἀμφιλέξει τις …; Xen. разве станет кто-л. оспаривать …?

Middle Liddell


to dispute about, τι Xen.; ἀμφ. μή . ., to dispute, question that a thing is, Xen.