ὁμοείδεια

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοείδεια Medium diacritics: ὁμοείδεια Low diacritics: ομοείδεια Capitals: ΟΜΟΕΙΔΕΙΑ
Transliteration A: homoeídeia Transliteration B: homoeideia Transliteration C: omoeideia Beta Code: o(moei/deia

English (LSJ)

(in codd. sometimes -ειδία), ἡ, A sameness of nature or form, Phld.Rh.1.260 S., Str.11.11.6, D.H.Pomp.6, Comp.26, Olymp. in Phd.p.111 N.; similarity, e. g. of accent, A.D.Adv.165.23. II consistency of conduct, Phld.Mort.19.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Gleichartigkeit; D. Hal. de Din. 6 u. A.; Strab. XI, 518 ist v.l. vieler mss. ὁμοειδία, wie auch D. L. 10, 139 steht, wie ὁμόειδος früher falsch bei Poll. 6, 155 für ὁμοειδής stand.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοείδεια: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ ὁμοιότης φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοείδεια και ὁμοειδία) ομοειδής
ταυτότητα ως προς το είδος ή ως προς τη μορφή
αρχ.
1. ομοιότητα τονισμού
2. (για διαγωγή) συνέπεια, σταθερότητα.