στίμμι

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίμμι Medium diacritics: στίμμι Low diacritics: στίμμι Capitals: ΣΤΙΜΜΙ
Transliteration A: stímmi Transliteration B: stimmi Transliteration C: stimmi Beta Code: sti/mmi

English (LSJ)

or στῖμι, ιος or εως, or ιδος, τό,
A powdered antimony, used for eye-paint, kohl, Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also στίμμις or στῖμις, ἡ, acc. στίμμιν Ion Trag.25, Antiph.189: also στιμία, ἡ, Cyran.64: also στίβι, LXX Je.4.30 (v.l. στίμη), Dsc.5.84 (v.l. στίμμι): acc. pl. στίβεις dub. l. in 1Enoch8.1. (Copt. stēm.)

German (Pape)

[Seite 944] (Fremdwort, vielleicht ägyptisches Ursprungs), τό, u. στίμμις, ἡ, acc. στίμμιν, Ion bei Poll. 5, 101, auch στίβι, τό, lat. stimmi, stibi, stibium, ein strahliges oder faseriges Spießglanzerz, das, gebrannt und zu Pulver gerieben, bes. im Orient von den Frauen auf die Augenlider und Augenbrauen (ὀμματογράφος Ion a. a. O.) gestrichen wurde, um sie schwarz zu färben und dadurch dem Gesicht einen lebhaftern Ausdruck zu geben; daher auch diese schwarze Schminke selbst, deren sich die Türkinnen noch jetzt unter dem Namen Cohel zu demselben Zwecke bedienen; Diosc. u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

στίμμι: ἢ στῖμι, -ιος ἢ -εως, ἢ ιδος, τό, Λατ. stimmi ἢ stibium, ἀντεμώνιον μετὰ θείου, ἐξ οὗ ἐλαμβάνετο μελανόν τι χρῶμα δι’ οὗ αἱ γυναῖκες μάλιστα ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἔβαπτον τὰ βλέφαρα αὑτῶν ὅπως ἐπαυξήσωσι τῶν ὀφθαλμῶν τὴ ὡραιότητα, Διοσκ. 5. 99, πρβλ. Πλίν. 33. 33· -ὡσαύτως, στίμμις ἢ στῖμις, ἡ, αἰτ. στῖμιν Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμ.» 2., Ἴων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 101. -Ἔτι δὲ καὶ νῦν εἶναι ἐν χρήσει ἐν Ἀσίᾳ ἔχον τὰ ὀνόματα cohel, surmeh.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (τό) :
c. στίμμις.

Greek Monolingual

-ιος, το / στῑμμι, -ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, -εως, η, και στίμι, -εως, το, Ν, και στῑμι, -ίμιος και στῑβι, -ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, -εως ή -ιδος και στῑμις, -ίμεως και στιμία, Α
1. το ορυκτό αντιμόνιο
2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν με βάση το ορυκτό αυτό και χρησιμοποιούνταν για βαφή τών βλεφάρων και τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από τον αιγυπτ.τ. stim. Η εναλλαγή στους τ. τών συμφώνων -μ- καί -β- οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις για τη μεταφορά του ξεν. τ. στην Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. stimi / stibi / stibium].