εργασία

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐργασία)
1. σωματική ή πνευματική ενέργεια για παραγωγή έργου, δουλειά (α. «οι εργασίες της Βουλής» β. «τὴν δ’ ἐργασίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν οὐδὲν χρήσιμα», Ξεν.)
2. το έργο με το οποίο ασχολείται κάποιος συνεχώς, βιοποριστικό επάγγελμα («κερδίζει πολλά από την εργασία του»)
3. το αποτέλεσμα καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή άλλης εργασίας
νεοελλ.
1. η τεχνοτροπία της κατασκευής («καλλιτεχνική εργασία»)
2. ο κόπος, η αμοιβή που καταβάλλεται για την εκτέλεση ενός έργου («πλήρωσα μόνο την εργασία
τα υλικά ήταν δικά μου»)
3. έργο που ανέλαβε ή εποπτεύει κάποιος («τελευταία ανέλαβε πολλές εργασίες»)
μσν.- νεοελλ.
1. ενέργεια, πράξη
2. ασχολία, απασχόληση
3. τρόπος ή ωράριο λειτουργίας
αρχ.-μσν.
εκτέλεση, επεξεργασία, κατασκευή («ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐργασία», Ξεν.)
αρχ.
1. έργο, λειτουργία
2. κατεργασία ύλης («χαλκοῦ ἐργασίας», Πλάτ.)
3. καλλιέργεια της γης («τὰ περὶ κήπων ἐργασίας συγγράμματα», Πλάτ.)
4. πέψη, χώνεψη
5. γεν. εμπορική επιχείρηση, εμπόριο («ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν», Δημοσθ.)
6. το επάγγελμα της εταίρας
7. κέρδη από την εργασία («ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη», ΚΔ)
8. εξάσκηση μιας τέχνης («τῶν τεχνῶν τῶν μέν ἐργασία τὸ πολύ ἔστι», Πλάτ.)
9. κατασκευή, ανέγερση («τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι», Θουκ.)
10. γραμμ. εκτέλεση, επεξεργασία
11. όργανο, εργαλείο
12. συντεχνία, σωματείο εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάζομαι. Ως δηλωτικό της ρηματικής ενέργειας το όνομα εργασία παρακολουθεί τις σημασιολογικές εξελίξεις του εργάζομαι βλ. λ.. Στη Νέα Ελληνική το εργασία διατήρησε τη σημασία της πνευματικής ή χειρωνακτικής ενέργειας για βιοποριστικούς κυρίως σκοπούς, ενώ το συνώνυμό του δουλειά εξελίχθηκε σε γενικότερο όρο αποκτώντας επί πλέον τέτοιες σημασίες όπως «επιδιωκόμενος σκοπός» (αυτό δεν κάνει για τη δουλειά σου), «πράγμα που αφορά κάποιον» (αυτό δεν είναι δουλειά δική σου) και «μπελάς, πρόβλημα» (αυτό το σπυράκι θα σου ανοίξει δουλειές). Το έργο, τέλος, δηλώνει όχι τη ρηματική ενέργεια αλλά το αποτέλεσμά της].