splinter
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English > Greek (Woodhouse)
substantive
piece torn off: V. θραῦσμα, τό, ἀγή, ἡ, σχίζα, ἡ, σχιζίον, τό, σχινδαλμός, ὁ, σχιδαλαμός, ὁ, σκινδαλμός, ὁ, σχινδάλαμος, ὁ, σκινδάλαμος, ὁ, ἀποπελέκημα, τό, περίθλασμα, τό, περικνίδιον, τό, ἔκψηγμα, τό, λεπίς, ἡ, παδησχέα, ἡ, παδησχέαι, αἱ, ἀπόκνισμα, τό, ἀπόθραυσμα, τό, σκόλοψ, ὁ, κάρφος, ὁ.
piece of wreckage: P. and V. ναυάγια, τά.
of a bone: παρασχίδες, αἱ, ὑπόθλασμα, τό.
verb transitive
P. and V. καταγνύναι, Ar. and V. θραύειν (also Plato but rare P.), V. συνθραύειν, ἀγνύναι; see shiver, break.