πυρπολέω

From LSJ
Revision as of 13:27, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπολέω Medium diacritics: πυρπολέω Low diacritics: πυρπολέω Capitals: ΠΥΡΠΟΛΕΩ
Transliteration A: pyrpoléō Transliteration B: pyrpoleō Transliteration C: pyrpoleo Beta Code: purpole/w

English (LSJ)

A light and keep up a fire, watch a fire, Od.10.30, X.Cyr. 3.3.25; π. τοὺς ἄνθρακας stir up, fan the fire, Ar.Av.1580. II burn with fire, Id.Th.727; τινα, of the bull of Phalaris, Phalar.Ep. 66.2:—Pass., Phld.Piet.89. 2 waste with fire, burn and destroy, τὴν οἰκίαν Ar.Nu.1497; πόλιν Id.V.1079; π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Luc.Cal.19:—Med., πᾶσαν πυρπολέεσθαι [τὴν Ἀττικήν] cause it to be burnt with fire, Hdt.8.50. 3 assail with fiery missiles, τοὺς ἐπὶ τῷ πύργῳ τοξότας Palaeph.38, cf. 40. 4 metaph., ὥσπερ ἡ χίμαιρα π. τοὺς βαρβάρους, of a ἑταίρα, Anaxil.22.9, cf. Men.Mon.195; also of disease or pain, Nic.Th.245,364; of love, Ach.Tat.1.11.

German (Pape)

[Seite 824] sich am Feuer beschäftigen, Feuer anzünden u. es unterhalten, Od. 10, 30; τοὺς ἄνθρακας, Kohlen anfachen, Ar. Av. 1580; ὄπισθεν τοῦ στρατοπέδου ἐπυρπόλουν, Xen. Cyr. 3, 3, 25; οἰ. κίαν, τὴν πόλιν, mit Feuer verwüsten, Ar. Nubb. 1497 Vesp. 1079; so auch Her. 8, 50, wo Einige es als depon. erklären; χώραν, Pol. 3, 82, 10. 39, 2, 8, wie Luc. Bacch. 3; τὰ ἄστη, Plut. Them. 9; übh. seugen, brennen, ἄλγεα πυρπολέοντα, Nic. Ther. 245. 364.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπολέω: πυρσεύω, καίω πῦρ, «καίω φωτιαίς», Ὀδ. Κ. 30, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25· π. τοὺς ἄνθρακας, ἀνακινῶ, ἀναρριπίζω τὸ πῦρ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1580. ΙΙ. καίω καὶ καταστρέφω διὰ τοῦ πυρός, τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1497· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1079· π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Λουκ. περὶ Διαβολ. 19· - ὡσαύτως καταφλέγω διὰ πυρός, π. τοὺς βαρβάρους Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐμπρησθῇ διὰ πυρός, Ἡρόδ. 8. 50, πρβλ. Παλαίφ. 39. 2) μεταφορ., ἐπὶ θλίψεως, Νικ. Θηρ. 245, 364· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 11, Ἀνακρεόντ. 68. 6, Εὐμάθ., κλπ. - Καθ’ Ἠσύχ.: «πυρπολεῖ· ἅπτει, καίει, πυρσεύει» καὶ «πυρπολέοντας· πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφομένους» καὶ «πυρπολούμενος παρὰ τὸ πολεῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se tenir auprès du feu ; entretenir le feu;
2 consumer par le feu, acc.;
Moy. πυρπολέομαι, πυρπολοῦμαι consumer par le feu.
Étymologie: πυρπόλος.

English (Autenrieth)

tend fires (watch-fires), part., Od. 10.30†.

Greek Monotonic

πυρπολέω: μέλ. -ήσω (πύρπολος
I. ανάβω και διατηρώ τη φωτιά, παρακολουθώ τη φωτιά, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· πυρπολέω τοὺς ἄνθρακας, ανακινώ τη φωτιά, σε Αριστοφ.
II. φθείρω με τη φωτιά, καίω και καταστρέφω, στον ίδ. — Μέσ., πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ενεργώ ώστε να εμπρηστεί με φωτιά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πυρπολέω:
1) жечь или зажигать огни, сидеть с огнем Hom., Xen.;
2) разжигать (τοὺς ἄνθρακας Arph.);
3) сжигать, уничтожать огнем (πόλιν Arph.; τὰ ἄστη Plut.); med. предавать огню (πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν Her.);
4) перен. (о любви) жечь как огнем, пожирать Anacr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρπολέω [πυρπόλος] Ion. inf. πυρπολέειν, med. πυρπολέεσθαι, ptc. πυρπολέων, vuur oprakelen; met acc. in brand steken:. π. τὴν οἰκίαν het huis Aristoph. Nub. 1497.

Middle Liddell

πυρ-πολέω, fut. -ήσω πυρπόλος
I. to light and keep up a fire, watch a fire, Od., Xen.; π. τοὺς ἄνθρακας to stir up the fire, Ar.
II. to waste with fire, burn and destroy, Ar.;—Mid., πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν to cause it to be burnt with fire, Hdt.