ἀλλοτριότης

From LSJ
Revision as of 17:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριότης Medium diacritics: ἀλλοτριότης Low diacritics: αλλοτριότης Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: allotriótēs Transliteration B: allotriotēs Transliteration C: allotriotis Beta Code: a)llotrio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A derivativeness, opp. οἰκειότης, Plt.261a; estrangement, Arist.Pol.1311b15; τινὸς πρός τινα Pl.Ep.318d, cf. Decr. ap. D.18.165, Plb.38.12.3. 2 unattractiveness, of style, Phld. Po.994.6,37. II qualitative difference, Epicur.Nat.11.12.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Fremdsein, gew. Entfremdung, Abgeneigtheit, der οἰκειότης entgeggstzt, Plat. Conv. 197 c; neben δυσμένεια Pol. 2, 44; Plat. πρός τινα, Ep. III, 318 d; Dem. 18, 165; Pol. 30, 1.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 qualité de ce qui est étranger ou incompatible;
2 dispositions hostiles ; πρός τινα pour qqn;
3 séparation, aliénation LSJ.
Étymologie: ἀλλότριος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
I 1hostilidad, antagonismo, animosidad οὗτος (Ἔρως) δὲ ἡμᾶς ἀλλοτριότητος μὲν κενοῖ Pl.Smp.197c
c. πρός + ac. animosidad, animadversión πρὸς σέ Pl.Ep.318d, περὶ τῆς οἰκειότητος ... [καὶ] τῆς ἀλλοτριότητος Epicur.Fr.[28] 10, πρὸς Ῥωμαίους Plb.20.7.3, cf. 38.12.3
del gato hacia el pájaro, D.S.20.58
c. gen. συνέντα τὴν ἀλλοτριότητα τοῦ βασιλέως Hermipp.Hist.50, τῶν Ἀθηναίων ἀ. Plb.12.6b.4.
2 desvío, frialdad en las relaciones Arist.Pol.1311b15
desacuerdo Plb.2.44.1.
3 sedición, situación de rebeldía συνεστηκυίας τῆς ἀλλοτριότητος τοῖς ... ἀσεβέσιν OGI 90.23 (Roseta II a.C.).
II heterogeneidad διὰ τὰς τῶν συνημμένων ἀλλοτριότητας Epicur.Fr.[26] 44.16
en lit. crist. en la Trinidad según Eunomio, Gr.Nyss.Eun.1.228.
III delegación del poder del heraldo, op. al del rey, Pl.Plt.261a.
IV ret. desagrado Phld.Po.6.17, cf. 19.

Greek Monolingual

ἀλλοτριότης (-ητος), η (Α) ἀλλότριος
1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση
2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια
3. διάσταση, φιλονικία
4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας
5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν.

Greek Monotonic

ἀλλοτριότης: -ητος, ἡ, αποξένωση, αντίθ. προς το οἰκειότης, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριότης: ητος ἡ
1) отсутствие близких отношений, отчужденность Plat., Plut.;
2) недружелюбие, враждебность (πρός τινα Plat., Dem., Polyb.).

Middle Liddell


alienation, estrangement, opp. to οἰκειότης, Plat., etc.