κνώδων
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
οντος, ὁ, in plural κνώδοντες, two projecting teeth on the blade of a hunting spear, X.Cyn.10.3, 16, Philostr.Im.1.28; ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, i.e. a two-edged sword (cf. Sch.), S.Ant.1233: sg., φασγάνου κνώδοντι IG14.1374.11; κνώδων alone, = sword, S.Aj.1025, Lyc.466, 1109, 1434. (Cf. Lith. kándu 'bite').
German (Pape)
[Seite 1464] οντος, ὁ, am Jagdspieß u. Hirschfänger zwei eiserne Zähne (ὀδόντες, wovon es Choerobosc. B. A. 1394 ableitet), die den auflaufenden Eber aufhalten, Xen. Cyn. 10, 3. 16. – Uebh. das Schwert, Soph. Ai. 1004; ξίφους ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας Ant. 1218, entweder mit Anspielung auf die eigtl. Bdtg, od. allgem. = doppelschneidig.
Greek (Liddell-Scott)
κνώδων: -οντος, ὁ, (ὀδοὺς) ἐν τῷ πληθ. κνώδοντες, δύο προέχοντες ὀδόντες ἐπὶ τῆς λόγχης τοῦ δόρατος, Ξεν. Κυν. 10. 3, καὶ 16· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομον ξίφος (οὕτως ὁ Σχολ.), Σοφ. Ἀντ. 1233· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικ., φασγάνου κνώδοντι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 549. 11· ἀλλὰ καὶ κνώδων μόνον, ἐπὶ ξίφους, Σοφ. Αἴ. 1025, Λυκόφρ. 466, 1109, 1434.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
couteau, épée.
Étymologie: κνάω, ὀδούς.
Greek Monolingual
κνώδων, -οντος, ὁ (Α)
1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες
καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές της αιχμής του δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.)
2. το ξίφος («πῶς σ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ' αἰόλου κνώδοντος», Σοφ.)
3. φρ. «ξίφους διπλοῖ κνώδοντες» — το δίστομο ξίφος (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. κνωδ(ο)- με το κνώδαλον. Με το τελευταίο εμφανίζει παρόμοια σχέση όπως και τα αγκών: αγκ-άλ-η ή λατ. umbo: ελλ. ομφ-αλ-ός. Κατ' άλλη όμως άποψη, δεν ανήκει στην οικογένεια τών κνώδαλον, κνῶ, αλλά προέρχεται < κυνόδων με συγκοπή].
Greek Monotonic
κνώδων: -οντος, ὁ (ὀδούς), στον πληθ. κνώδοντες, δύο προεξέχοντα δόντια πάνω στη λόγχη του δόρατος, σε Ξεν.· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομο σπαθί, σε Σοφ.· επίσης, κνώδων μόνο του, λέγεται για το σπαθί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κνώδων: οντος ὁ
1) нож, меч: ὁ αἰόλος κ. Soph. сверкающий меч;
2) pl. лезвие: ξίφους διπλοῦς κνώδοντας ἕλκειν Soph. извлечь обоюдоострый меч;
3) pl. зубцы, зубья, острия (τῆς λόγχης Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνώδων -οντος, ὁ [~ κνώδαλον] pareerstang van een zwaard (overdwars tussen greep en lemmet), uitbr. zwaard:. ξίφους... διπλοῦς κνώδοντας het dubbelgedekte zwaard Soph. Ant. 1233.
Middle Liddell
κνώδων, οντος, ὁ, ὀδούς
in pl. κνώδοντες, two projecting teeth on the blade of a hunting spear, Xen.; ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, i. e. a two-edged sword, Soph.: also κνώδων alone for a sword, Soph.