δημιουργέω
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
(cf. ΙΙ. infr.), A practise a handicraft, Pl.Plt.288d, etc.; τινί for one, Id.Lg.846e, R. 342e: metaph., ἡ δημιουργήσασα φύσις Arist.PA645a9. 2 c. acc. rei, work at, fabricate Pl.Plt.288e; ἡ φύσις οὐδὲν δ. μάτην Arist.IA711a18, cf. PA647b5; δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν to train him to... Plu.Cat.Ma.20:—Pass., to be wrought or fabricated, Pl.R.414d, al.; τὰ δημιουργούμενα products of arts and crafts, Arist.EN1094b14. 3 of divine power, create, τὸν ὁρατὸν κόσμον Ph.1.4; ὁ δημιουργῶν θεός Numen. ap. Eus.PE11.18.6, cf. Dam.Pr.304, etc.:— Pass., Procl.Inst.207. II hold office of δημιουργός, CIG4415b (Iotapata), etc.; of a woman, Supp.Epigr.1.393 (Samos, i B. C.); δαμιοργέοντος Μίκκωνος IG9(1).330 (Locr.); to be a civil official, opp. στρατηγέω, Artem.2.22. b c. acc., administer, δαμιουργεόντων τὰ ἱερά IG9(1).32.44 (Stiris).
German (Pape)
[Seite 562] ein δημιουργός sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: verfertigen, arbeiten; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; θεός Soph. 265 c; σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη φύσις Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; Staatsgeschäfte treiben, Artemidor. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
δημιουργέω: εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, ἐργάζομαι, Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ δύναμις ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐργάζομαι εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, γυμνάζω, καταρτίζω…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., αὐτόθι 1567.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire un travail manuel;
2 travailler, produire, créer ; fig. δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.
Étymologie: δημιουργός.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. δαμιουρ- SEG 25.853.7 (Telos III/II a.C.), IG 9(1).32.44 (Fócide II a.C.); δαμιορ- IG 12(7).67A.8 (Amorgos IV/III a.C.), 92(1).138.13 (Calidón IV/III a.C.), 5(2).515Bb.16 (Licosura II d.C.); arc. δαμιοϝορ- Sokolowski 2.32.4 (Arcadia V a.C.); ciren. δαμιερ- SEG 9.11.2, 12.2 (ambas Cirene IV a.C.)
• Grafía: graf. δαμιορ- IO 16.16 (VI/V a.C.), SEG 15.241.4 (Olimpia IV a.C.), SEG 4.71 (Caulonia VI/V a.C.), 4.75 (Crimisa V a.C.), δαμιιορ- IG 4.506.6 (Argos VI/V a.C.)
• Morfología: [pres. subj. 3a sg. δαμιοϝοργε͂ Sokolowski l.c., argól. opt. 3a sg. δαμιιοργοῖ IG 4.l.c., el. opt. du. δαμιοργεοίτᾱν IO l.c., ciren. part. masc. gen. plu. δαμιεργέντων SEG 9.ll.cc.), v. med. ind. 3a plu. δημιουργεῦνται Hp.de Arte 11, part. dat. plu. masc. δημιουργεομένοισι Hp.de Arte 8
I 1intr., c. suj. de pers. ejercer un oficio, trabajar para el público op. la actividad intelectual γεωργεῖν καὶ δημιουργεῖν como característica de pueblos civilizados, D.C.52.6.5, cf. 62.6.3
•medic. οἱ δημιουργοῦντες los profesionales de la medicina op. οἱ δημιουργεόμενοι ‘los pacientes’, Hp.de Arte 8
•c. dat. trabajar para o en provecho de ἑαυτῷ Pl.Lg.846e
•c. dat. instrum. σώματα ... ἐν οἷς δημιουργοῦσιν ὁπόσαι τῶν τεχνῶν νῦν εἴρηνται Pl.Plt.288d, en v. pas. (τέχναι) ὅσαι πυρὶ δημιουργεῦνται Hp.de Arte 11
•tener una actividad práctica θεωροῦσαι καὶ δημιουργοῦσαι Epicur.Fr.[30.9].
2 tr., gener. c. suj. de pers. y ac. del resultado obtenido en diferentes actividades elaborar, crear, construir δ. σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη γενῶν elaborar especies compuestas a partir de géneros no compuestos Pl.Plt.288e, cf. Sph.219c, ἵππον χαλκοῦν Plu.2.315d, cf. I.AI 8.88, Tz.H.5.844, εἰκόνας Plu.2.335b, D.C.52.35.3, cf. Plu.2.389b, 797f, Philostr.VS 598, ἅρματα Plu.2.1083e, τὸν νεών Paul.Sil.Soph.117, ὕλην ἄψυχον δ. trabajar la materia inerte Plu.2.802b, del orador y el político δ. τὴν ὀρθὴν δημηγορίαν Nausiph.B 1, οἱ δημιουργοῦντες τὸν νόμον los legisladores LXX 4Ma.7.8, en v. pas. ἡ ἄλλη σκευὴ δημιουργουμένη Pl.R.414d, βωμοί LXX 2Ma.10.2, I.AI 3.120, ἀγάλματα ἐκ χρυσοῦ καὶ ἐλέφαντος δεδημιουργημένα D.S.16.57, cf. 1.98, σταυρός Luc.Iud.Voc.12, οἰκητήριον Aristid.Quint.88.22
•part. pas. subst. τὰ δημιουργούμενα las obras de los artesanos Arist.EN 1094b14
•c. ac. int. οἱ τὰ τῆς ἰητρικῆς ἔργα κακῶς δημιουργέοντες los que practican mal la medicina Hp.Praec.1
•por ext., c. suj. de anim. modelar, dar forma ἡ δὲ ἄρκτος ... οὐ δοκεῖ γεννᾶν μόνον ἀλλὰ καὶ δ. τὸ τέκνον Plu.2.494c, ἡ δ' ἀλκυὼν ... οἷα μηχανᾶται καὶ δημιουργεῖ χαλεπόν ἐστι πεισθῆναι Plu.2.983c.
3 c. otros suj. realizar, efectuar τὸ γὰρ θερμὸν αὐξάνει καὶ δημιουργεῖ τὴν τροφήν el calor provoca el crecimiento y efectúa la nutrición Arist.Sens.442a5, cf. Mete.384b26, μόριον ... τὸ τὴν τῆς τροφῆς εἴσοδον δημιουργοῦν la parte que realiza la ingestión del alimento Arist.PA 686a12, ἡ δημιουργήσασα τέχνη Arist.PA 645a12, ἡ δὲ καρδία, διὰ τὸ ... ἔχειν ἐν αὑτῇ τὴν δύναμιν τὴν δημιουργοῦσαν τὸ αἷμα Arist.PA 647b5, en v. pas. ἡ ... εὐεξίη ... τοῖσι ξύμπασι δεδημιουργημένη el buen estado físico que resulta de un conjunto de factores Hp.Praec.9, αὐτὴ (ἡ ὑγίεια) δὲ οὕτω καλῶς ... αὐτῷ δεδημιούργητο, ὥστε ... Marin.Procl.3
•abs. actuar, funcionar ἃ γὰρ πῦρ δημιουργεῖ pues los casos en que el fuego actúa Hp.de Arte 8
•part. neutr. subst. τὰ δημιουργοῦντα los principios conformadores e.e., condensación y rarefacción, calor y frío, op. ὕλη Arist.GC 330b13.
4 c. suj. de fenómenos naturales o de una divinidad crear θεὸς δημιουργῶν Pl.Sph.265c, cf. Charito 3.3.16, Numen.12.1, Dam.in Prm.304, θεὸς ... βουληθεὶς τὸν ὁρατὸν κόσμον δημιουργῆσαι Ph.1.4, cf. I.AI 1.32, D.Chr.36.55, 12.52, 83, ἡ δημιουργήσασα φύσις la naturaleza creadora Arist.PA 645a9, Longin.43.5, ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῖ μάτην Arist.IA 711a18, cf. Vett.Val.330.10, ἀρχὴ ... ἡ τὸ ἄρτιον δημιουργούση Plu.2.429b, ὁ ἥλιος δημιουργεῖ τὰ ζῷα Corp.Herm.Fr.21.2, en v. pas. φύσιος ὕπο δεδημιούργηται Hp.Ep.23, cf. D.S.3.28, I.BI 3.372, (ὁ κόσμος) πρὸς τὸ λόγῳ καὶ φρονήσει περιληπτὸν ... δεδημιούργηται el cosmos ha sido creado de acuerdo con lo abarcable por el razonamiento y la reflexión Pl.Ti.29a, cf. 31a, πάσης μερικῆς ψυχῆς τὸ ὄχημα ἀπὸ αἰτίας ἀκινήτου δεδημιούργηται Procl.Inst.207
•en lit. judeo-crist., part. masc. pres. o aor. subst. el Creador τοῦ δημιουργήσαντος ἔννοιαν Ph.1.208, ἡ τοῦ δημιουργήσαντος δύναμις Gr.Naz.M.35.545A
•op. τὰ δημιουργούμενα ‘las criaturas’ οὐχ οἷόν τε μίαν ἔχειν τὰ δημιουργούμενα τῷ δημιουργοῦντι τὴν γένεσιν Ath.Al.M.26.756B.
5 fig., c. ac. de pers. modelar, educar εἰς ἀρετὴν ... τὸν υἱόν Plu.Cat.Ma.20.
II admin.
1 ser demiurgo, ejercer el cargo de demiurgo (cf. δημιουργός III 1) gener. ref. al que es epónimo, en Argólide SEG 11.314.1 (Argos VI a.C.), IG 4.506.6 (Argos VI/V a.C.), en Arcadia Sokolowski l.c., δαμιοργήσας ἐπὶ διετίαν IG 5(2).515Bb.16 (Licosura II d.C.), en Acaya y sus colonias SEG 4.71 (Caulonia VI/V a.C.), 4.75 (Crimisa V a.C.), en Élide IO 16.16 (VI/V a.C.), δαμιοργεόντον Καράνο, Φρυνίσκου SEG 15.241.4 (Olimpia IV a.C.), en Calidón (Etolia) ἐπὶ Ἀνοχίδα καὶ Κεφάλω δαμιοργέοντος (sic) IG 92(1).138.13 (IV/III a.C.), en Amorgos ἐπὶ] δαμιοργοῦ ὃς ἂν μετὰ Χαριγένην δαμιοργῇ IG 12(7).67A.8 (IV/III a.C.), en Telos SEG 25.853.7 (III/II a.C.), en Cirene SEG ll.cc., 1.393.5 (Samos I d.C.)
•imper., en ciudad del sur de Asia Menor (cf. δημιουργός III 3 b) Jahresh.5.1902.203, JRCil.1.29b.13, 2.173.4 (todas Cilicia), 2.21.19 (Panfilia), ἄρξαντα τὴν ἐπώνυμον ἀρχὴν καὶ δημιουργήσαντα IGR 3.407.9 (Pisidia)
•gener. desempeñar un cargo público, ser funcionario civil Artem.2.22.
2 tr. organizar como demiurgo τὰ ἱερά en Fócide IG 9(1).32.44 (Estiris II a.C.).
Greek Monotonic
δημιουργέω: μέλ. -ήσω (δημιουργός)·
I. 1. πραγματοποιώ συναλλαγή, κάνω δουλειά, εργάζομαι, σε Πλάτ.
2. με αιτ. πράγμ., εργάζομαι σε, κατασκευάζω, στον ίδ.
II. είμαι ένας από τους δημιουργούς (II), μετέρχομαι δημόσια έργα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δημιουργέω:
1) заниматься ручным трудом, быть ремесленником, работать (οἰκέται ἀνδρὶ ἐπιχωρίῳ δημιουργοῦντες Plat.): τὰ δημιουργούμενα Arst. ремесленные изделия;
2) создавать, строить (χώματα καὶ μνήματα Plut.): τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. производственные искусства;
3) создавать, творить (ἡ φύσις οὐδὲν μάτην δημιουργεῖ Arst.): ἡ δύναμις δημιουργοῦσα Arst. творческая сила; τὰ δημιουργοῦντα καὶ ὕλη Arst. созидающие или образовательные силы и материя;
4) воспитывать (τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.);
5) быть демиургом (Plat. - см. δημιουργός 5).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημιουργέω [δημιουργός] een beroep of ambacht uitoefenen; pass.:; ( τέχναι ) ὅσαι πυρὶ δημιουργεῦνται technieken die met vuur worden beoefend Hp. Ars 11; ptc. subst.: οἱ δημιουργεόμενοι de vaklieden Hp. Ars 8. fabriceren:; δημιουργεῖν σύνθετα... εἴδη samengestelde soorten fabriceren Plat. Plt. 288e; overdr.:; δ. εἰς ἀρετήν... τὸν υἱόν zijn zoon tot deugdzaamheid te vormen Plut. CMa 20.9; ptc. subst.: τὰ δημιουργούμενα handwerksproducten Aristot. EN 1094b14.
Middle Liddell
δημιουργός
I. to practise a trade, do work, Plat.
2. c. acc. rei, to work at, fabricate, Plat.
II. to be one of the δημιουργοί (II), Plat.