ἀνεπίσχετος

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίσχετος Medium diacritics: ἀνεπίσχετος Low diacritics: ανεπίσχετος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: anepíschetos Transliteration B: anepischetos Transliteration C: anepischetos Beta Code: a)nepi/sxetos

English (LSJ)

ον, not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. -τως Id.1.296, Plu.Ages. 27.

German (Pape)

[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.

Greek Monolingual

ἀνεπίσχετος, -ον (Α) επέχω
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος.