ἀίω
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
German (Pape)
[Seite 66] nur praes. u. impft., hören, wahrnehmen, bemerken, fühlen; βοῆς ἀίοντες Od. 9, 401. 14, 266. 17, 435, φθογγῆς ἀίοντι Iliad. 16, 508, ἀράων ἀίων (ἀίουσα) Iliad. 15, 378. 23, 199, ἀγγελίης ἀίουσα Od. 24, 48, ἄιεν ἰάχοντος Iliad. 11, 463, ὁππότ' ἐπὶ Τρώων ἀίοιεν ἰόντων Iliad. 10, 189; κτύπον ἄιε Iliad. 10, 532, ἄιον ὄπα Iliad. 18, 222; absolut ἄιε Ζεύς Iliad. 21, 388, οὐκ ἀίοντι ἐοικώς Iliad. 23, 430, ὰίοντες Od. 10, 118, ὁμῶς ἀίοντες Od. 24, 415; οὐκ ἀίεις ἅ τέ φησι θεὰ λευκώλενος Ἥρη Iliad. 15, 130, ἦ οὐκ ἀίεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης Od. 1, 298, οὐκ ἀίεις ὅ με – βάλεν Δἴας Iliad. 15, 248, οὐκ αίεις ὡς Τρῶες ἐπὶ θρωσμῷ πεδίοιο εἵαται ἄγχι νεῶν Iliad. 10, 160, οὐκ αίεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11; πληγῆς ἀίοντες, den Schlag fühlend, Iliad. 11, 532, vgl. Scholl. Aristonic.; ἐπεὶ φίλον ἄιον ἦτορ Iliad. 15, 252, s. Apoll. lex. Hom. 16, 1 u. unter ἀίσθω; – Μοισᾶν Pind. P. 3, 91; ἐμοῦ Aesch. Pers. 625; Eur. Suppl. 822; τῶν μύθ ων Soph. Phil. 1396; σοῦ πατρός, höre, d. i., gehorche deinem Vater, Ar. Nub. 1166; – κλέος Pind. I. 5, 24; γόον Aesch. Eum. 807; αὐδάν Soph. O. C. 240. Das α lang bei Hom. Iliad. 10, 532. 21, 388 ἄιε, 15, 252 ἄιον; bei den Attikern anceps, kurz Aesch. Ag. 55, lang in ἐπαΐω Soph. Ai. 1263. Vgl. ἐπαΐω.
English (Autenrieth)
(1) (ἀϝίω), only pres. and ipf. ἄιον: (1) hear; abs., and w. gen. or acc. —(2) mark, perceive, never inconsistently with the sense of hearing, πληγῆς ἀίοντες, the horses hear the lash as well as feel the stroke, Il. 11.532 .— οὐκ ἀίεις (=ἀκούεις;); or, sometimes, ‘markest thou not?’ ‘remarkest,’ Il. 15.248, Od. 1.298.
(2) (cf. ἄϝημι): breathe out; φίλον ἄιον ἦτορ, ‘was (near) breathing my last,’ Il. 15.252†.
English (Slater)
ᾰῐω (ἀίει; ἀίοντα: aor. 2. ιε(ν), ιον; ἀιών. v. Schwyz. 1. 686.)
1 hear perceive
a c. acc., vel abs. — ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) τόσσαις ιεν ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας (P. 3.27) (θρῆνον) τὸν ιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10) οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (Hermann e Σ: ἀύει codd.) (I. 6.25) ψόφον ἀιὼν ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Wil.: ἀίων G-H.) Πα. . . ἀιὼν γὰρ[ (Snell: αϊων Π.) Πα. 22b. 7.
b c. gen. μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν καὶ ἐν ἐπταπύλοις ιον Θήβαις (P. 3.91)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾱ-]
exhalar φίλον ἦτορ Il.15.252.
• Prosodia: [ᾰῐ-; pero ᾱῐ- A.Supp.59, S.OC 181]
• Morfología: [act. pres. part. eol. ἀίοισα Sapph.1.6, Theoc.6.26; impf. iter. ἀίεσκον Nonn.Par.Eu.Io.9.35; aor. ind. tem. ἄϊεν Pi.P.3.27, 12.10, imperat. 2a plu. ἄετε Hsch., part. ἀϊών Pi.Fr.52f.8, Fr.52w.7; med. fut. chipr. ἀϝιjήσομαι ISKouklia 237.5 (IV a.C.)]
I sentir c. gen. ἵπποι πληγῆς ἀίοντες Il.11.532.
II en rel. con sonidos
1 oír, escuchar c. ac. κτύπον Il.10.532, Nonn.D.25.18, ὄπα Il.18.222, λιγύραν ἀοί δαν Sapph.103.7, (θρῆνον) ... τὸν ... ἄϊε Pi.P.12.10, ψόφον ἀϊὼν Κασταλίας Pi.Fr.52f.8, cf. 52w.7, γόον A.A.55, τὰς ἔμας αὔδας ἀίοισα Sapph.l.c., ἔργων ἀκόντων ἀίοντες αὐδάν S.OC 240, cf. E.Hec.173, φάμαν E.Hec.175, φάτιν E.Io 507, ἀχάν E.Med.148, 205, οἴκτους E.Tr.155, ὁ πάντ' ἀίων Διὸς Ὅρκος S.OC 1767, τάδε Πενθέως ἀίεις; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον; E.Ba.373, βάξιν ἀγειρομένων ἡρώων A.R.1.124
•c. gen. de cosa βοῆς Od.9.401, ἀγγελίης Od.24.48, ἀράων Il.23.199, τῶν ἡμετέρων ἀίῃς μύθων S.Ph.1410, τῶν (ἔπη) ἐκεῖνος ἀίων S.OC 304, ἠχοῦς Nonn.D.14.10, del alma τὴν ἔγνων φθεγξαμένης ἀίων que he reconocido al oír su voz Xenoph.6.5.
2 abs. oír, llegarle al oído ἄϊε Ζεύς (el tumulto de los dioses peleándose) Il.21.388, cf. Od.10.118, εἰ μὴ ... ἄϊε ἐξ ἄντρου Ἑκάτη h.Cer.25, κλῦθι ἰδὼν ἀίων τε Hes.Op.9, ἄϊε μᾶτερ Νύξ A.Eu.844, 876, νεογνὸς ἂν ἀϊὼν μάθοι A.A.1163, ἄϊες ὢ, ἔκλυες ὤ E.Hipp.362, καὶ μὰν ἀίω E.Rh.546, ἀίοι δ' εὐμενέως ὁ θεός Theoc.Ep.4.18, cf. 6.26.
3 c. or. de rel. y complet. comprender, entender οὐκ ἀίεις ἅ τέ φησι θεά ...; ¿no entiendes lo que te dice la diosa?, Il.15.130
•percibir, darse cuenta, saber ὅ με ... βάλεν Αἴας χερμαδίῳ Il.15.248, ποῖον κλέος ἔλλαβε Od.1.298
•c. ὡς, ὅτι: οὐκ ἀίεις ὡς Τρῶες ... ἥαται ἄγχι νεῶν; Il.10.160, οὐκ ἀίεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες ...; Od.18.11, cf. Nonn.Par.Eu.Io.9.35.
4 c. gen. de pers. oír, escuchar, prestar atención Τρώων ἰόντων Il.10.189, cf. 11.463
•incluso a veces con el sentido de obedecer τοῦδ' ἄνακτος ἀίον A.Pers.874, ἀίετέ μου E.Supp.820, σοῦ πατρός Ar.Nu.1166, Χαλκιόπης ἀίουσα A.R.3.270.
III ver προβίβαζε, κούρα, πόρσω· σὺ γὰρ ἀΐεις S.OC 181.
• Etimología: ἀίω y αἰσθάνομαι de *H2eHu̯(i)s-/*H2eHHu̯(i)s-, cf. lat. audio < *auisd-, het. auš- ‘ver’, ai. āvis ‘ante la vista’, etc.
Middle Liddell
1
1. to perceive by the ear, to hear, c. acc. rei, Il.; c. gen., Trag.:—also to perceive by the eye, to see, Od.
2. to listen to, give ear to, δίκης Hes.: to obey, Aesch.; cf. ἐπαΐω. [Hom. has αιω; but ᾱιεις, ᾱιων Soph.]
2 = ἄημι
to breathe, only in imperf., ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ when I was breathing out my life, Il.