ἐξοστρακίζω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
banish by ostracism, Hdt.8.79, And.4.32, Lys.14.39, Pl.Grg.516d; ἐξοστρακισθεῖς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ = expelled from heaven Luc.Sacr.4:—Pass., Themist.Ep. 2; also (with a play on broken pots, ὄστρακα) ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς Ar.Fr.593; ἐξωστράκισται πᾶν τὸ χρήσιμον ἐκ τῶν πραγμάτων Demad. 53; ἐξωστρακίσθησαν τῆς ἀληθείας Anon.Alch. in Gött.Nachr.1919.14.
German (Pape)
[Seite 888] durch das Scherbengericht verbannen; Her. 8, 79; Plat. Gorg. 516 d, Redner; übh. verbannen, vertreiben, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc. sacr. 4. Komisch Ar. bei Plut. Ar. et Menandri comp. 1 ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke.
French (Bailly abrégé)
1 bannir par ostracisme;
2 bannir en gén.
Étymologie: ἐξ, ὀστρακίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξοστρακίζω)
1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα
2. εξοβελίζω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω].
Greek Monotonic
ἐξοστρᾰκίζω: μέλ. -σω, εξορίζω με οστρακισμό, εξοστρακίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοστρᾰκίζω: подвергать остракизму, (вообще) изгонять (τινά Plat., Luc., Plut.; ἐξωστρακισμένος ὑπὸ τοῦ δὴμου Her.).
Middle Liddell
fut. σω
to banish by ostracism, Hdt., Plat.
Translations
Chinese Mandarin: 放逐, 流放; Dutch: mijden, uitstoten, verbannen; Finnish: eristää; French: ostraciser, mettre au ban; Georgian: მოკვეთა; German: ächten, ausgrenzen, ausschließen, bannen, verfemen, verbannen; Greek: εξοστρακίζω, εξοβελίζω, οστρακίζω; Greek Ancient: ἀποστρακίζω, ἀποστρακίζειν, ὀστρακίζω, ὀστρακίζειν, ἐξοστρακίζω, ἐξοστρακίζειν; Hungarian: kiközösít; Italian: ostracizzare, bandire, escludere; Malay: pulau; Portuguese: ostracizar, excluir; Russian: отлучать, отлучить; Serbo-Croatian Cyrillic: екскомунициран, изопћити, низгвернат, про̀гонат, прокуден; Latin: ekskomunicírati, izopćiti, nizgvernat, prògonati, prokuden; Spanish: condenar al ostracismo, relegar, aislar, excluir, marginar; Swedish: frysa ut, sky