δολοπλόκος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
δολοπλόκον (δολοπλόκα, δολοπλόκον v.l. in Lyr.Adesp.129), weaving wiles, Ἀφροδίτα Sapph.1.2; L.-P., Simon.36.9 P. μῦθος Tryph.264.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dioses y héroes urdidor de engaños epít. de Afrodita, Sapph.1.2, Simon.36.9, Thgn.1386, Lyr.Adesp.31, Orph.H.55.3, prob. en Inc.Lesb.42.7, Ibyc.199.2S., de Eros AP 16.212 (Alph.), de Odiseo, Nonn.D.13.110, de Hera, Nonn.D.8.196
•de pers. mentiroso, falso, Cat.Cod.Astr.12.125.23.
2 de palabras, voces, etc. engañoso λόγοι Aesop.306, μῦθος Triph.264, ὕμνος Nonn.D.1.413, φωνή Nonn.D.20.265, Par.Eu.Io.11.49.
German (Pape)
[Seite 655] Listen flechtend, Ränke spinnend, verschlagen; Ἀφροδίτη Sappho 1, 2; p. bei Arist. Eth. 7, 7; Eros, Alph. 3 (Plan. 212); γέρων Tryph. 264.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλόκος: -ον, δόλους πλέκων, Ἀφροδίτα, Σαπφὼ 1. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ourdit, trame des ruses.
Étymologie: δόλος, μῦθος.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δολοπλόκος, -ον)
αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.
Greek Monotonic
δολοπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, ραδιούργος, σκευωρός, σε Σαπφώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δολοπλόκος: сплетающий обманы, т. е. лукавый (Ἀφροδίτη Sappho; Κυπρογενής Arst.).