βουπλήξ
English (LSJ)
ῆγος, ὁ (also ἡ, Ps.-Luc.Philopatr.4, EM371.40), A ox-goad, θεινόμεναι βουπλῆγι (gender undetermined) Il. 6.135. 2 axe for felling an ox, AP9.352 (Leon.), Timo4.1, Q.S.1.159.
Spanish (DGE)
-ῆγος, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ β. Luc.Philopatr.4, EM 371.40G.]
1 aguijada, Il.6.135, Luc.l.c., Paus.Gr.β 15, EM l.c.
2 hacha para el sacrificio de toros, AP 9.352 (Leon.), Timo SHell.778.1
•gener. hacha como arma ἀμφίτυπος Q.S.1.159, 12.571.
German (Pape)
[Seite 459] ῆγος, Rinder schlagend; als subst., ἡ, der Stachelstab, zum Antreiben der Rinder, Hom. einmal, Iliad. 6, 135 Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήιον· αἱ δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν, ὑπ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι, vgl. über den Accent Scholl. Herodian. – Luc. Philop. 4; ὁ, Tim. Phlias. Ath. X, 445 e; sp. D. Nach Einigen = Beil zum Tödten von Rindern, Apoll. Lex. Homer. p. 52, 7 βουπλῆγι πελέκει· οἱ δὲ τῇ μάστιγι, vgl. Scholl. Iliad. 6, 135; so braucht es für »Opferbeil« Leon. Al. 9 (IX, 352); dah. Streitaxt, ἀμφίτυπος, βαθύστομος, Qu. Sm. 1, 158. 337.
Greek (Liddell-Scott)
βουπλήξ: ῆγος, ὁ, (καὶ ἡ, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 4, Ἐτυμ. Μ. 371) κέντρον βοός, βούκεντρον, Λατ. stimulus, θεινόμεναι βουπλῆγι (τὸ γένος ἀόριστον) Ἰλ. Ζ. 135. 2) πέλεκυς πρὸς σφαγὴν βοός, Ἀνθ. Π. 9. 352, Τίμων παρ’ Ἀθην. 445Ε, Κόϊντ. Σμ. 1. 159.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ et ἡ)
aiguillon, bâton ou fouet de bouvier.
Étymologie: βοῦς, πλήσσω.
English (Autenrieth)
ῆγος (πλήσσω): ox-goad, Il. 6.135†.
Greek Monolingual
βουπλήξ (-ῆγος), ο (Α)
1. η βουκέντρα
2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)].
Greek Monotonic
βουπλήξ: -ῆγος, ὁ (πλήσσω),
1. κεντρί του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τσεκούρι προς σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βουπλήξ: πλῆγος ὁ и ἡ
1) остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;
2) жертвенный топор Anth.
Middle Liddell
πλήσσω
1. an ox-goad, Lat. stimulus, Il.
2. an axe for felling an ox, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουπλήξ -ῆγος, ὁ, ἡ βοῦς, πλήττω runderprikkel (stok om vee mee te drijven).