ἔξαλμα
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐξάλλομαι)
A = πήδημα, Hsch.
II distance, interval, τὸ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adv.209.2 (s. v.l.), cf. Sch. D.P.30 (nisi leg. ἔξαρμα); ἔξαλμα ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον, of the sun or moon, Paul.Al.S.1, cf. Barbill. in Cat.Cod.Astr.8(3).104 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1salto βοῇ τε πολλῇ καὶ ἐξάλμασι χρώμενοι, καθάπερ ἐνθουσιῶντες en una procesión, Gr.Naz.M.36.516C, cf. Hsch.ε 3540, Zonar., ἐν τῇ τῶν ἐξαλμάτων ἄρσει de caballos Hippiatr.Cant.93.16.
2 astrol., en el zodíaco salto o elevación de planetas desde un domicilio zodiacal al siguiente ἕως ἂν ἔ. ποιήσηται ἀπὸ ζῳδίου ἐπὶ ζῴδιον Paul.Al.92.6, cf. 93.12, Barbillus en Cat.Cod.Astr.8(3).104.14.
3 impulso, estímulo ἐπειδὰν ... τὸ τοῦ οἴνου προσλάβωσιν ἔ. Basil.M.32.1325D, τὸ ἓν ἔ. τῆς κινήσεως Cyr.Al.M.77.1141D
•fig. exultación τὸ ἓν ἔ. τῆς λαμπρότητος de la Trinidad, Gr.Naz.M.36.364B, cf. Ath.Al.M.28.1604C.
II distancia, intervalo τὸ γὰρ μέγιστον ἔ. οὐρανὸς καὶ γῆ A.D.Adu.209.2, cf. Sch.D.P.30.
German (Pape)
[Seite 866] τό, der Sprung heraus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαλμα: τό, (ἐξάλλομαι), πήδημα ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 624. 7, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 325, 35· ἀπόστασις, Ψευδο-Ἀθαν. IV. 1604C. ― Τροπικῶς, ἀγαλλίασις, ὑπερβάλλουσα χαρμονή, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 516C.
Greek Monolingual
ἔξαλμα, το (AM) εξάλλομαι
1. άλμα, πήδημα
2. αγαλλίαση
αρχ.
απόσταση, διάστημα.