διαγωνίζομαι

From LSJ
Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγωνίζομαι Medium diacritics: διαγωνίζομαι Low diacritics: διαγωνίζομαι Capitals: ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diagōnízomai Transliteration B: diagōnizomai Transliteration C: diagonizomai Beta Code: diagwni/zomai

English (LSJ)

contend, struggle against, τινί, πρός τινα, X.Mem.3.9.2, Cyr.1.6.26; ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους ib. 1.2.12; τῷ Διὶ ὑπὲρ εὐδαιμονίας Epicur.Fr.602; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς D.H. 3.17; περί τινος Luc.VH2.8: abs., μάχῃ δ. Th.5.10; λόγῳ δ. Pl. Grg.456b, cf. 464e, D.7.8; finish a contest, of the Chorus, X.HG6.4.16; but, decide a contest, περί τινος Aeschin.3.132:—Pass., διηγώνισται Plu.2.556e; πράξεις διαγωνισθεῖσαι Socr.Ep.30.9, etc.

Spanish (DGE)

1 luchar μάχῃ δ. librar batalla Th.5.10, cf. 8.46
luchar contra c. dat. de pers., X.Mem.3.9.2, Pl.Alc.1.123d, c. πρός y ac., X.Cyr.1.6.26, Plb.3.43.7, πρὸς ἀλλήλους Plb.3.62.6, πρός τε Προυσίαν ... καὶ τοὺς Γάλατας RFIC 60.1932.446 (Telmeso II a.C.)
c. περί y gen. luchar por περὶ τοῦ κύριος ἑτέρων εἶναι δ. Aeschin.3.132, περὶ τῶν πραγμάτων IIl.32.9 (III a.C.), περὶ τῆς ... χώρας καὶ πατρίδος Plb.2.35.8, cf. D.7.8, Luc.VH 2.8
c. ὑπέρ y gen. luchar en defensa de πρὸς Καρχηδονίους ὑπὲρ τῆς Σικελιωτῶν ἀρχῆς διηγωνίζοντο Plb.2.20.10, cf. D.H.3.17
fig. hacer frente, arrostrar πρὸς τὴν βίαν τῶν πνευμάτων Gr.Nyss.Mart.2.161.24.
2 disputar, luchar λόγῳ δ. Pl.Grg.456b, Isoc.15.147, διαγωνισάμενος μετὰ τῶν συμπρεσβευτῶν πρὸς τοὺς ἀντικειμένους τῶν ἐγχωρίων CRIA 167.10 (Apolonia II a.C.), πράξεις ... τὰς ὑπὸ σοῦ διαγωνισθείσας Socr.Ep.28.9
en perf. haber decidido un conflicto, zanjar una cuestión ὁ λόγος ... διηγώνισται tu argumento zanja la cuestión Zach.Mit.Opif.M.85.1120B.
3 celebrar un certamen agonístico περὶ τῆς τέχνης διαγωνιεῖσθ' ἔφασκε πρός γ' Εὐριπίδην ref. a Esquilo, Ar.Ra.794, un certamen coral, X.HG 6.4.16, un certamen atlético, en metáf., Plu.2.556e.

German (Pape)

[Seite 575] 1) mit Einem wettkämpfen, τινί, Alc. 1, 123 d; Xen. Mem. 3, 9, 2; πρὸς τοὺς πολεμίους Cyr. 1, 6, 26, u. öfter; Isocr. 4, 147; Pol. 2, 10, 6; auch λόγῳ, Plat. Gorg. 456 c; übh. = eifrig kämpfen; Thuc. μάχῃ, 5, 10, d. i. entscheiden; Pol. 1, 11, 14 u. öfter; ὑπέρ τινος, um etwas zu erlangen, Aesch. 3, 206. – 2) durch-, auskämpfen, ἀγῶνα, Luc. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 (διά l'un contre l'autre) lutter contre : τινι ou πρός τινα contre qqn;
2 (διά jusqu’au bout) lutter jusqu’au bout, soutenir une lutte avec opiniâtreté, lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀγωνίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγωνίζομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι, μάχομαι ἐναντίον, τινι καὶ πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 2, Κύρ. 1. 6, 26· ταῦτα δ. πρὸς ἀλλήλους αὐτόθι 1. 2, 12. ΙΙ. ἀγωνίζομαι ἀπελπιστικῶς, Θουκ. 5. 10· ἀγωνίζομαι ἁμιλλώμενος πρός τινα, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 16· ἀποφασίζω τὸν ἀγῶνα, περὶ ἢ ὑπέρ τινος Αἰσχίν. 72. 27, κτλ.

Greek Monolingual

(AM διαγωνίζομαι)
αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη
αρχ.
1. μάχομαι εναντίον κάποιου
2. αγωνίζομαι σε δίκη
3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ
4. αποφασίζω να αγωνιστώ
5. τελειώνω τον αγώνα.

Greek Monotonic

διᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι ή πολεμώ εναντίον, τινι και πρός τινα, σε Ξεν.
II. αγωνίζομαι απελπισμένα, διαγωνίζομαι με άμιλλα, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διᾰγωνίζομαι:
1) вести борьбу, бороться (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τὴν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; ὑπέρ τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.): μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. дать решительный бой;
2) бороться, состязаться (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αγωνίζομαι strijden:; μάχῃ δ. aan een gevecht deelnemen Thuc. 5.10.3; λόγῳ δ. het met het woord tegen elkaar opnemen Plat. Grg. 456b; aor. de wedstrijd afmaken:. τὸν... χορὸν διαγωνίσασθαι εἴων zij lieten het koor de wedstrijd afmaken Xen. Hell. 6.4.16.

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
I. Dep. to contend, struggle or fight against, τινι and πρός τινα Xen.
II. to fight desperately, contend earnestly, Thuc., Xen.