Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καματηρός

From LSJ
Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰτηρός Medium diacritics: καματηρός Low diacritics: καματηρός Capitals: ΚΑΜΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: kamatērós Transliteration B: kamatēros Transliteration C: kamatiros Beta Code: kamathro/s

English (LSJ)

ά, όν, A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9. 2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34. II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166. 2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 laborieux, fatigant, pénible;
2 fatigué, épuisé de fatigue.
Étymologie: κάματος.

Greek (Liddell-Scott)

καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός
3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).
επίρρ...
καματηρώς (Α)
με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, νοσηρός)].

Greek Monotonic

κᾰμᾰτηρός: -ά, -όν,
I. κουραστικός, εκνευριστικός, βασανιστικός, κοπιώδης, πληκτικός, ανιαρός, σε Ομηρ. Ύμν.· κουραστικός, εξαντλητικός, σε Λουκ.
II. Παθ., αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή εργασία, κατάκοπος, ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, τριμμένος, φαγωμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτηρός:
1) тяжелый, тягостный, мучительный (γῆρας HH; κόπος Arph.);
2) утомительный, изнурительный (τὸ ἄρχειν Arst.; πηδήματα Luc.);
3) изнуренный, слабосильный (ἄνδρες Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματηρός -ά -όν [κάματος] afmattend:. καματηρός... κόπος afmattende inspanning Aristoph. Lys. 542. afgemat:. οἱ καματηροὶ τῶν ἀνδρῶν de afgematte manschappen Hdt. 4.135.1.

Middle Liddell

κᾰμᾰτηρός, ή, όν
I. toilsome, troublesome, wearisome, Hhymn.:— tiring, exhausting, Luc.
II. pass. bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt. [from κάμᾰτος]

English (Woodhouse)

irksome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)