πελιός

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελῐός Medium diacritics: πελιός Low diacritics: πελιός Capitals: ΠΕΛΙΟΣ
Transliteration A: peliós Transliteration B: pelios Transliteration C: pelios Beta Code: pelio/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. πελλός) prop. of parts of the body,
A discoloured by extravasated blood, black and blue, livid, interpol. in Hp. Prog.2, D.47.59, Nic. Th. 279; π. νοῦσος Hp.Morb. 2.68: generally, dark, dull, χρῶμα Thphr. HP 3.17.5.
II πελιὸς ὁ πολιός Hdn. Gr.1.123.
III πελίους, πελίας, v. πελείους.

German (Pape)

[Seite 551] schwärzlich, schwarzblau, bes. von der Farbe einer mit Blut unterlaufenen Stelle, VLL. (bei Phot. wie Moeris πέλιος). Vgl. Dem. 47, 59, ἀμυχὰς δ' ἐν τῷ τραχήλῳ εἶχεν ἀγχομένη, πελιὸν δὲ τὸ οτῆθος; von Moeris für hellenistisch erkl. Vgl. πολιός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 livide, plombé;
2 en gén. sombre.
Étymologie: πελός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'.

Russian (Dvoretsky)

πελιός: посиневший (от кровоподтеков), синий (τὸ στῆθος Dem.).

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. πελιδνός, μαυροκίτρινος
2. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός.

Greek Monotonic

πελιός: -ά, -όν (πελός), μαυροκίτρινος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πελιός: -ά, -όν, (πελός, πελλός), κυρίως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων χρῶμα μελανίζον ἕνεκα συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, ὑπομέλας, μελανοκίτρινος, βλέφαρον πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ στῆθος Δημ. 1157. 6· καθόλου, μέλας, μαῦρος Νικ. Θ. 279. (Κατὰ τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ πολιός, Ἀρκάδ. 41). ― Κατὰ Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.

Middle Liddell

πελιός, ή, όν πελός
livid, Dem.