εὐτρεφής

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεφής Medium diacritics: εὐτρεφής Low diacritics: ευτρεφής Capitals: ΕΥΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eutrephḗs Transliteration B: eutrephēs Transliteration C: eftrefis Beta Code: eu)trefh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ές, (τρέφω) A well-fed, ὄϊες ἐϋ. Od.9.425; αἰγὸς ἐϋ. 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.Cyc.380 (prob.l.), cf. Pl. Lg.835d. II nourishing, Thphr.CP1.18.1 (v.l. εὐτραφοῦς).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋτρεφής;
ής, ές :
bien nourri, gras, fort.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεφής: эп. ἐϋτρεφής 2
1) хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.);
2) Aesch. v.l. = εὐτραφής 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεφής: Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Εὐριπ. Κύκλ. 380, ἔνθα ὁ Scal. εὐτραφέστατον· διότι τὸ εὐτραφὴς εἶναι ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 (ἔνθα διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).

Greek Monolingual

εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)
1. ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].

Greek Monotonic

εὐτρεφής: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, ευτραφής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

τρέφω
well-fed, Od., Eur.