λέχοσδε

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχοσδε Medium diacritics: λέχοσδε Low diacritics: λέχοσδε Capitals: ΛΕΧΟΣΔΕ
Transliteration A: léchosde Transliteration B: lechosde Transliteration C: lechosde Beta Code: le/xosde

English (LSJ)

Adv. to bed, Il.3.447, Od.23.294.

German (Pape)

[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.

French (Bailly abrégé)

adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.

Greek (Liddell-Scott)

λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.

Greek Monolingual

λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον-δε)].

Greek Monotonic

λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[from λέχος
to bed, Hom.