ἁλιγενής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, sea-born, of Aphrodite, Plu.2.685f.
Spanish (DGE)
-ές nacido en el mar de Afrodita, Plu.2.685e, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 96] ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιγενής: рожденная морем (Ἀφροδίτη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιγενής: -ές, ὁ ἐκ θαλάσσης γεννηθείς, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Πλούτ. 2. 685 Ε.
Greek Monolingual
ἁλιγενής, -ὲς (Α)
(κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (ἅλς) + -γενὴς (< γένος < γίγνομαι)].