ἁλιγενής

From LSJ
Revision as of 18:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιγενής Medium diacritics: ἁλιγενής Low diacritics: αλιγενής Capitals: ΑΛΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: haligenḗs Transliteration B: haligenēs Transliteration C: aligenis Beta Code: a(ligenh/s

English (LSJ)

ές, sea-born, of Aphrodite, Plu.2.685f.

Spanish (DGE)

-ές nacido en el mar de Afrodita, Plu.2.685e, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιγενής: рожденная морем (Ἀφροδίτη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιγενής: -ές, ὁ ἐκ θαλάσσης γεννηθείς, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Πλούτ. 2. 685 Ε.

Greek Monolingual

ἁλιγενής, -ὲς (Α)
(κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (ἅλς) + -γενὴς (< γένος < γίγνομαι)].