ἔμπυος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ον, (πύον) A suffering from an abscess or suppurating wound, Id.Prog.18, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, Men.1009, IG4.952.57 (Epid.); τῷ ἐ. βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iamb.Protr.2; ἵπποι Arist.HA604b6. II festering, suppurating, βάσις S.Ph.1378; στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm. ap. Gal.14.35; ἔ. μοτός tents, Gal.19.97.
Spanish (DGE)
-ον
medic.
I 1que sufre un absceso, que tiene empiema ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.Art.49, cf. Coac.396, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.HA 604b6, cf. Men.Fr.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους IG 42.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ ἄνθρωπος Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.Sull.36
•frec. subst. ὁ ἔ. el que padece un empiema τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.Prog.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.Protr.2, cf. Plu.2.43a.
2 purulento, que supura ἔ. βάσις pie purulento S.Ph.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.Pers.2.22.38, ἔ. μοτός drenaje Hp. en Gal.19.97.
II subst. τὸ ἔ. supuración, absceso, empiema ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso Hp.Prog.7, εἴκελος ἐμπύῳ ἦν Hp.Epid.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Gp.17.22, cf. Arist.Pr.863a8, Orib.4.8.3.
German (Pape)
[Seite 818] ein inneres Geschwür habend, Hippocr., Dem. 54, 12 u. A.; – βάσις, der mit Geschwüren bedeckte Fuß, Soph. Phil. 1364.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui suppure.
Étymologie: ἐν, πῦον.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπῡος: покрытый или страдающий нарывами, гноящийся, в язвах Soph., Arst., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπυος: -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, ἐμπυϊκός, Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. μοτός, ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.
Greek Monolingual
-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)
1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος
(«έμπυον τραύμα»)
2. αυτός που προκαλεί πύον
3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο
το πύον.
Greek Monotonic
ἔμπυος: -ον (ἐν, πύον), πυώδης, ελκώδης, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔμ-πυος, ον adj [ἐν, πύον
suppurating, Soph.