ὑπαλύσκω

From LSJ
Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰλύσκω Medium diacritics: ὑπαλύσκω Low diacritics: υπαλύσκω Capitals: ΥΠΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: hypalýskō Transliteration B: hypalyskō Transliteration C: ypalysko Beta Code: u(palu/skw

English (LSJ)

Ep. Verb, = ὑπαλεύομαι, used by Hom. only in aor., flee from, escape, τέλος θανάτοιο . . ὑπαλύξας Il.11.451; ὑπὸ κῆρας ἀλύξας 12.113, cf. 327, Od.4.512; τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε 5.430; ὑπάλυξεν ἀέλλας 19.189; χρεῖος ὑπαλύξας having got quit of a debt (without paying it), 8.355 (for Il.21.126, v. ὑπαΐσσω): abs., Hes.Sc.304, Thgn. 817: fut. ὑπαλύξειν A.R.3.336.

German (Pape)

[Seite 1181] (s. ἀλύσκω), p. = ὑπαλεύομαι, vermeiden, entfliehen, entkommen; c. accus., Κῆρας, τέλος θανάτοιο, κῦμα, ἀέλλας, Il. 11, 451. 12, 327 Od. 4, 512. 5, 430. 19, 189; χρεῖος ὑπαλύξας, einer Schuld entwischend, ohne sie zu bezahlen, Od. 8, 355; ohne Casus, Hes. Sc. 304, Theogn. 815.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπαλύξω, ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπάλυξε;
échapper à, fuir, acc..
Étymologie: ὑπό, ἀλύσκω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰλύσκω: избегать, ускользать (ὑ. τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαλύσκω: Ἐπικ. ῥῆμα, = ὑπαλεύομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ., ἐκφεύγω, διαφεύγω, φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον οὐδ’ ὑπάλυξας Ἰλ. Λ. 451· ὑπὸ κῆρας ἀλύξας Μ. 113, πρβλ. 327, Ὀδ. Δ. 512 τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε Ε. 430, ὑπάλυξεν ἀέλλας Τ. 189· χρεῖος ὑπαλύξας, ὑπεκφυγὼν τὸ χρέος, ἀπαλλαχθεὶς αὐτοῦ (χωρὶς νὰ τὸ πληρώσῃ), Θ. 355 (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Φ. 126, ἴδε ὑπαΐσσω)· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 304, Θέογν. 815· μέλλ. ὑπαλύξειν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 336.

English (Autenrieth)

aor. ὑπάλυξα: avoid, evade, escape from.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγωχρείος ὑπαλύξας», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλύσκω «διαφεύγω, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπᾰλύσκω: Επικ. αόρ. αʹ ὑπ-άλυξα = ὑπαλεύομαι, αποφεύγω, εκφεύγω, εγκαταλείπω, διαφεύγω, σε Όμηρ.

Middle Liddell

epic aor1 ὑπ-άλυξα = ὑπαλεύομαι
to avoid, shun, flee from, escape, Hom.