προστατέω
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
= προστατεύω: A rule over, lord it over, χθονός E.Heracl.206; αἰσχρὸν προστατεῖν γε δωμάτων γυναῖκα Id.El.932; τῆς πόλεως Pl.Grg.519c; τῶν μεγίστων Id.La.197e; π. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, X.An.4.8.25; π. νούσου, of a physician, to be in charge, Hp.Praec.13; τοῦ λύχνου τῶν ἱερῶν POxy. 1453.14 (i B.C.): abs., ὁ προστατῶν = he that acts as chief, v.l. in X.Cyr. 8.3.25; ὅταν δημοκρατουμένη πόλις ἐλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ Pl.R.562d; = προστατεύω ΙΙ, X.Mem.2.7.9; π. τοῦ θεμελιωθῆναι τὴν σύνοδον IG22.1343.14:—Pass., προστατεῖσθαι ὑπό τινων to be ruled or be led by them, X.Hier.5.1. b to be president, ἐκκλησίας Ἀρχ. Ἐφ. 1914.180 (Gonni); βουλᾶς IG14.612 (Rhegium). II stand before as a defender, to be guardian or be protector of, πυλῶν A.Th.396; Ἥρα π. [Ἀργείων] E.Heracl.349; ἁ διὰ παντὸς Χερσονασιτᾶν προστατοῦσα Παρθένος IPE12.352.23 (ii/i B.C.); ἀναίδειαν, ἥπερ μόνη π. ῥητόρων Ar.Eq.325 (lyr.); πολιτῶν π. αἱρούμενον Men.578. 2 π. περὶ τοῦ ἀνατεθέντος ἀργυρίου bring forward a measure respecting... IG9(1).694.106 (Corc.). III ὁ προστατῶν χρόνος the time that stands before, i.e. that is close at hand, S.El.781 (cf. Sch. ad loc.), unless rather tyrannous.
German (Pape)
[Seite 781] vorstehen, Vorsteher sein; Ar. sagt komisch ἀναίδεια μόνη προστατεῖ τῶν ῥητόρων, Equ. 324; ἧς πόλεως προστατεῖ, Plat. Gorg. 519 c; Lach. 197 e; τῆς πόλεως, Xen. Mem. 1, 1, 8; Folgende; τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 35, 7 u. öfter. – Zum Schutze davorstehen, beschützen, vertheidigen, τίς Προίτου πυλῶν προστατεῖν φερέγγυος, Aesch. Spt. 378; δωμάτων, χθονός, Eur. El. 932 Heracl. 207; auch in Prosa: τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας, Pol. 27, 4, 7; auch pass., ὑπ' αὐτῶν προστατεῖσθαι, Xen. Hier. 5, 1; – bevorstehen, ὁ προστατῶν χρόνος, Soph. El. 771.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. être président, d'où
1 être à la tête de, gén.;
2 être protecteur, protéger, défendre, gén.;
II. s'avancer ; se tenir devant : ὁ προστατῶν χρόνος SOPH le temps qui s'avance, qui presse.
Étymologie: προστάτης.
Greek Monotonic
προστᾰτέω: μέλ. -ήσω (προστάτης)·
I. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης, ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί ως αρχηγός, στον ίδ.
II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι φύλακας ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ.
III. ὁ προστατῶν χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προστατέω:
1) стоять во главе, управлять, править (δωμάτων Eur.; τῆς πόλεως Plat.; προστατεῖσθαι ὑπό τινος Xen.): ὁ προστατῶν Xen. глава, предводитель, начальник; τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι Xen. стать распорядителем состязаний;
2) оборонять, стоять на защите (πυλῶν Aesch.; τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας Polyb.);
3) быть впереди, предстоять: ὁ χρόνος προστατῶν Soph. ближайшее время, (любой) наступающий момент, каждое мгновение.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστατέω [προστάτης] vooraan staan, leiden; overdr.. ὁ προστατῶν χρόνος de tijd die nabij is Soph. El. 781. ter bescherming staan voor, met gen.:; Προίτου πυλῶν voor de poort van Proteus Aeschl. Sept. 396; ἥπερ μόνη προστατεῖ ῥητόρων, (schaamteloosheid) het enige dat de politici bescherming biedt Aristoph. Eq. 325; onder zijn hoede nemen, met gen.: δεινὸς δὲ καὶ προστατῆσαι φαύλων hij is ook goed in het bevoogden van het gewone volk Thphr. Char. 29.6. ervoor zorgen (dat), met ὅπως + coni.:. ἐὰν δε προστατήσῃς ὅπως ἐνεργοὶ ὦσι als je ervoor zorgt dat ze werkzaam zijn Xen. Mem. 2.7.9.
Middle Liddell
fut. ήσω προστάτης
I. to stand before, be ruler over, domineer over, χθονός, δωμάτων Eur.; πρ. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, Xen.; absol., ὁ προστατῶν he that acts as chief, Xen.
II. to stand before as a defender, to be guardian or protector of, πυλῶν Aesch.; Ἀργείων Eur.
III. ὁ προστατῶν χρόνος the time that's close at hand, Soph.