φωστήρ

From LSJ
Revision as of 14:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωστήρ Medium diacritics: φωστήρ Low diacritics: φωστήρ Capitals: ΦΩΣΤΗΡ
Transliteration A: phōstḗr Transliteration B: phōstēr Transliteration C: fostir Beta Code: fwsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A that which gives light, οἱ φωστῆρες = the lights of heaven, stars, LXXGe.14, al., Simp. in Epict.p.72 D.; οἱ δύο φωστῆρες, i.e. sun and moon, ibid., cf. Procl.Hyp.4.72, etc.; φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ Ep.Phil.2.15. 2 splendour, radiance, ὁ φ. αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ Apoc.21.11. 3 metaph., of a king, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Them.Or.16.204c. 4 of the eyes, Vett.Val.110.22. II opening for light, door or window, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1323] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 ce qui donne la lumière, ce qui illumine;
2 particul. corps céleste lumineux, étoile, astre;
3 éclat, lumière.
Étymologie: φῶς.

Russian (Dvoretsky)

φωστήρ: ῆρος ὁ небесное светило Anth.; перен. светило, светоч (λόγων καὶ τῶν νόμων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φωστήρ: ῆρος, ὁ, (φῶς, φώσκω), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., ἄνοιγμα ἢ ὀπὴ φωτός, φωταγωγός, «φεγγίτης», θύρα ἢ παράθυρον, «φωστήρ, θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ φάος.

English (Strong)

from φῶς; an illuminator, i.e. (concretely) a luminary, or (abstractly) brilliancy: light.

English (Thayer)

φωστηρος, ὁ (φῶς, φώσκω);
1. that which gives light, an illuminator (Vulg. luminar): of the stars (luminaries), Heliodorus 2,24; (Anthol. Pal. 15,17; of sun and moon, Test xii. Patr. test. Levi 14); ecclesiastical writings.)
2. light, brightness: Anthol. 11,359) (others refer this to 1; cf. Trench, § xlvi.).

Greek Monotonic

φωστήρ: -ῆρος, ὁ (φῶς), αυτό που δίνει φως, φωτοδότης, σε Ανθ.· οἱφωστῆρες, τα φώτα του παραδείσου, άστρα, στο ίδ., Κ.Δ.

Middle Liddell

φωστήρ, ῆρος, ὁ, [φῶς]
that which gives light, an illuminator, Anth.:— οἱ φωστῆρες the lights of heaven, stars, Anth., NTest.

Chinese

原文音譯:fwst»r 賀士帖而
詞類次數:名詞(2)
原文字根:光體 相當於: (מָאֹור‎)
字義溯源:發光體,星,明光,光輝,光,光度,光亮;源自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(2);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 光輝(1) 啓21:11;
2) 明光(1) 腓2:15

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φάος -φῶς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.