αὐτοσχέδιος

From LSJ
Revision as of 08:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχέδιος Medium diacritics: αὐτοσχέδιος Low diacritics: αυτοσχέδιος Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ
Transliteration A: autoschédios Transliteration B: autoschedios Transliteration C: aftoschedios Beta Code: au)tosxe/dios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Plu.Sull.7:—A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée, αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510: acc. fem. as adverb, = αὐτοσχεδόν I, Ἀντιφάτην δ'… πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192, 17.294; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: also ἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12. II offhand, improvised, rough and ready, ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55; ποιήματα αὐ. D.H.2.34; μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7; τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr.600; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67; μνῆμα Hld.2.4; ναῦς Max.Tyr.12.2; of persons, αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a; σοφιστής Ach.Tat.5.27; ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv. -ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2; οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3. 2 ready to hand, ὕλη Id.10.32.15; wild, natural, ἄνθη Lib.Decl.13.50.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas hecho de forma natural, improvisado τετρήρη ... ἐναυπήγησε ... αὐτοσχέδιον Arist.Fr.600, cf. Max.Tyr.6.2, en enálage σκηνὰς ... καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίου tiendas improvisadas de caña y otro material Paus.10.32.15, βωμός D.H.1.40, τεῖχος D.H.3.67, μνῆμα Hld.2.4.4, ποιήματα D.H.2.34, μαντική Plu.Sull.7
de ahí que se da en estado natural αὐτοσχέδια ἄνθη flores silvestres Lib.Decl.13.50
adv. ἐξ αὐτοσχεδίου de forma improvisada Hierocl.Facet.90.
2 de pers. que actúa sin premeditación, con sus propios recursos, que improvisa αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a, αὐτοσχέδιος ... ἦν περὶ τὰ δράματα Sch.Ar.Eq.539, σοφιστής Ach.Tat.5.27.4
subst. τὸ αὐ. propia iniciativa op. τὸ περιπτωτικόν Gal.1.66.
II adv. -ως de improviso ἐγενήθημεν LXX Sap.2.2
improvisadamente οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3.

German (Pape)

[Seite 403] (σχεδία), α, ον, auch 2 Endungen, 1) Hom. αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, im Handgemenge Faust u. Kraft erproben (vgl. αὐτοσταδία), Il. 15, 510; αὐτοσχεδίην πλήττειν τινά, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen, 12, 192; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od. 11, 536. – 2) Gew. aus dem Stegereif, ἐξ αὐτοσχεδίης H. h. Merc. 55; ἐξ αὐτοσχεδίου Sp., wie Herodian. 7, 8, 25, der auch πόλεμος 7, 4, 8 so braucht; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht, Dion. Hal. 1, 40. 3, 67. Bes. von der Rede u. von Gedichten, Dion. Hal. 2, 34; Plut.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 avec idée de lieu qui se fait sur le lieu même : αὐτοσχεδίῃ (s.e. μάχῃ) μῖξαι χεῖρας IL engager un combat corps à corps ; αὐτοσχεδίην (s.e. πληγήν) τινὰ πλήσσειν IL, OD frapper qqn d'un coup porté de près;
2 qui se fait sur-le-champ, non préparé, improvisé.
Étymologie: αὐτοσχεδόν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχέδιος: и 3
1) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т. е. без подготовки (τριήρης Arst.; λόγοι Plut.);
2) говорящий экспромтом (περί τι Plut.): οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. не умеющий импровизировать.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχέδιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Σύλλ. 7: - μετὰ δοτ. ὡς τὸ αὐτοσταδίη, ἐκ τοῦ σύνεγγυς, αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε Ἰλ. Ο. 510· κατ’ αἰτ. ὡς Ἐπίρρ. = αὐτοσχεδόν, Ἀντιφάτην δ’., πλῆξ’ αὐτοσχεδίην Μ. 192., Γ. 294· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος πειρώμενος (ἄνευ προπαρασκευῆς), πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 55· ποιήματα αὐτ. Διον. Ἁλ. 2. 34· τριήρη ναυπηγεῖν ὁ αὐτ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 558· ἐπὶ προσώπων, αὐτοσχέδιος ὤν περὶ τὰς ἰσηγορίας Πλούτ. 2. 642Α· ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν Δίων Κ. 73. 1· πρόχειρος, σκηνὰς… ποιοῦνται καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίου Παυσ. 10. 32, 15: - Ἐπίρρ. -ίως Παυσ. 6. 34, 3, Ἑβδ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτοσχέδιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος
αρχ.
(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ
(για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν.

Greek Monotonic

αὐτοσχέδιος: -α, -ον και -ος, -ον,
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αὐτοσχεδίῃ (ενν. μάχῃ), σε στενή μάχη, στη συμπλοκή, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐτοσχεδίην, ως επίρρ. = αὐτοσχεδόν, σε Όμηρ.
II. πρόχειρος, απρογραμμάτιστος, απρομελέτητος, λέγεται γι' αυτόν που φτιάχνει πρόχειρα και αυτοσχέδια τραγούδια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell


I. hand to hand, αὐτοσχεδίηι (sc. μάχηι) in close fight, in the fray, Il.: αὐτοσχεδίην as adv., = αὐτοσχεδόν, Hom.
II. off-hand, of an improvisatore, Hhymn.