συλλύω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A help in loosing, ξύλλυε μητρὸς δεσμόν E.Andr.723:— Med., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ' assist him in redeeming . ., Ar.Fr.678. II solve difficulties, settle, put an end to, τὰ νείκη, τὸν πόλεμον, D.S.3.64, 29.22; σ. τινάς reconcile them, IG7.21.8 (Megara, ii B.C.), cf. SIG599.13 (Priene, ii B.C.), Klio 18.281 (Delph., ii B.C.), Phld.Rh.1.268 S.; and so prob. S.Aj.1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει not to stir conflict, but to reconcile:— Med. and Pass., come to a settlement, πρός τινα D.S.12.4; τισι LXX 1 Ma.13.47; ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις ib.2 Ma.11.14. III in A.Ch. 294, δέχεσθαι δ' οὔτε συλλύειν τινά, Sch. expl. συλλύειν by συγκλύειν (leg. συγκαταλύειν) , συνοικεῖν, rest under the same roof.
German (Pape)
[Seite 976] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι πρός τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,
French (Bailly abrégé)
1 délier l'ancre en même temps qu'un autre ; naviguer de conserve;
2 fig. dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.
Étymologie: σύν, λύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λύω, Att. ook ξυλλύω helpen losmaken. overdr. verzoenen, een ruzie doen bijleggen.
Russian (Dvoretsky)
συλλύω:
1) помогать развязать (δέσμα τινός Eur.);
2) досл. вместе поднимать якорь, т. е. вместе плавать, перен. принимать в своем доме (τινά Aesch.);
3) улаживать, разрешать (τὰ νείκη Diod.): εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει Soph. если ты хочешь не разжечь, а уладить (ссору); συλλύσασθαι πρὸς τοὺς Ἓλληνας Diod. помириться с греками.
Greek Monolingual
Α [[λύ(ν)ω]]
1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.)
2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων
3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω
4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον
5. (το μέσ.) συλλύομαι
α) βοηθώ να λυτρωθεί κάποιος, λυτρώνω κάποιον
β) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι.
Greek Monotonic
συλλύω: μέλ. -ύσω,
I. βοηθώ στη διάλυση, τη χαλάρωση, σε Ευρ.· βοηθώ ώστε να ξεπεραστεί μια δυσκολία ή να τερματιστεί μια διένεξη, εξομαλύνω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω, σε Σοφ.
II. καταλύω υπό την ίδια στέγη, συγκατοικώ, σε Αισχύλ.· πρβλ. καταλύω.
Greek (Liddell-Scott)
συλλύω: μέλλ. -ύσω, βοηθῶ εἰς τὴν λύσιν, λύω ὁμοῦ, ξύλλυε δεσμὰ μητρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 723. ― Μέσ., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ’, λυτρωσόμενοι ὁμοῦ, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 21F. ΙΙ. λύω δυσκολίας, καθησυχάζω, θέτω τέρμα εἴς τι, τὰ νείκη, τὸν πόλεμον Διόδ. 3. 63, Ἐκλογ. 623, 23· σ. τινάς, νὰ συνδιαλλάξωσιν αὐτούς, Ἐπιγραφ. Μεγαρ. IV. h. 8 Keil. καὶ οὕτω πιθ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, ἐὰν ἦλθες ἐδῶ οὐχὶ νὰ φέρῃς ταραχήν, ἀλλὰ νὰ συνδιαλλάξῃς (ἢ δύναται νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, οὐχὶ διὰ νὰ δέσῃς, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθήσῃς εἰς τὴν λύσιν τοῦ κόμβου, πρβλ. Ἀντιγ. 40, Εὐρ. Ἱππ. 671). ― Μέσ. καὶ παθ., ἔρχομαι εἰς συμβιβασμόν, πρός τινα Διόδ. 12. 4· ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 14). ΙΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 294, δέχεσθαι δ’ οὔτε συλλύειν τινά, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ συλλύειν διὰ τοῦ συγκαταλύειν, συνοικεῖν, καταλύειν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.
Middle Liddell
fut. ύσω
I. to help in loosing, Eur.:— to help to solve a difficulty or end a quarrel, Soph.
II. to rest under the same roof, Aesch.; cf. καταλύω.