τρυγών

From LSJ
Revision as of 14:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡγών Medium diacritics: τρυγών Low diacritics: τρυγών Capitals: ΤΡΥΓΩΝ
Transliteration A: trygṓn Transliteration B: trygōn Transliteration C: trygon Beta Code: trugw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (τρύζω) A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν. II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος. III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγών -όνος, ἡ [τρύζω] tortelduif (vogel); overdr.: παύσασθ’... τρυγόνες houdt op, kletskousen Theocr. Id. 15.88.

Russian (Dvoretsky)

τρῡγών: όνος ἡ
1) горлица Arph., Arst., Men., Theocr., NT;
2) рыба скат-шипонос (Raja pastinaca) Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.

Spanish

tórtola

English (Strong)

from truzo (to murmur; akin to τρίζω, but denoting a duller sound); a turtle-dove (as cooing): turtle-dove.

English (Thayer)

τρυγόνος, ἡ (from τρύζω to murmur, sigh, coo, of doves; cf. γογγύζω), a turtle-dove: Aristophanes, Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.)

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. τρυγόνα.

Greek Monotonic

τρῡγών: -όνος, ἡ, τρυγόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρῡγών, όνος, ἡ, [From τρύζω
the turtle-dove, Ar.

Chinese

原文音譯:trugèn 特呂工
詞類次數:名詞(1)
原文字根:咕咕(叫者) (指鳩鴿)
字義溯源:斑鳩;源自(τρυγών)X*=嗡嗡聲,抱怨),類似:(τρίζω)=切齒*,吱吱聲)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 斑鳩(1) 路2:24

Léxico de magia

ἡ orn. tórtola λαβὼν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ἀπόπνιξον ζῷα ζʹ, ἕνα ἀλεκτρυόνα, ὄρτυγα, βασίλισκον, περιστεράν, τρυγόνα toma el primer día siete animales y estrangúlalos, un gallo, una codorniz, un reyezuelo, una paloma, una tórtola P XII 31 ὥρᾳ τετάρτῃ μορφὴν ἔχεις ταύρου, γεννᾷς δένδρον καὶ λίθον παιδέρωτα, ὄρνεον τρύγονα en la hora cuarta tienes forma de toro, engendras un árbol y una piedra ópalo, una tórtola (ref. al sol según las horas) P III 510 símbolo del espíritu del mago αἷμα τρυγόνος sangre de una tórtola P IV 2305