σφάγιος

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιος Medium diacritics: σφάγιος Low diacritics: σφάγιος Capitals: ΣΦΑΓΙΟΣ
Transliteration A: sphágios Transliteration B: sphagios Transliteration C: sfagios Beta Code: sfa/gios

English (LSJ)

α, ον, A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant.1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35; σ. ξίφεα Man.1.316. II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch. III of the throat, σύριγγες Max.169.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui se fait par égorgement.
Étymologie: σφαγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάγιος -α -ον [σφαγή] bloederig. Soph. Ant. 1291. fataal. Hp. Fract. 35.

Russian (Dvoretsky)

σφάγιος: (ᾰ) смертоносный, убийственный: σ. μόρος Soph. насильственная смерть.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σφαγή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή
2. φονικός
3. (κατ' επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία
(κατά τον Ησύχ.) «σφαγία
ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα»
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. σφάγιο
6. φρ. «σφάγιος μόρος» — σφαγή (Σοφ.).

Greek Monotonic

σφάγιος: -α, -ον (σφάζω), αυτός που σφαγιάζει, ο σφακτικός, δολοφονικός· σφάγιος μόρος, σφαγή, φόνος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σφάγιος: -α, -ον, ὁ σφακτικός, φόνιος, σφ. μόρος, σφαγή, φόνος, Σοφ. Ἀντ. 1291· ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα».

Middle Liddell

σφάγιος, η, ον σφάζω
slaying, slaughtering, σφ. μόρος slaughter, Soph.

German (Pape)

schlachtend, opfernd, überhaupt mordend, tötend; μόρος, der Mord, Soph. Ant. 1277; ξίφη, Maneth. 1.316; s. auch σφαγία und σφάγιον.