εὐφροσύνη

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφροσύνη Medium diacritics: εὐφροσύνη Low diacritics: ευφροσύνη Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: euphrosýnē Transliteration B: euphrosynē Transliteration C: effrosyni Beta Code: eu)frosu/nh

English (LSJ)

Ep. ἐϋφροσύνη, ἡ, (εὔφρων) A mirth, merriment, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od.20.8, cf. 10.465, etc.; especially of a banquet, good cheer, festivity, οὐ… τί φημι χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ' ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα κτλ. 9.6, cf. h.Merc.449, 482, etc.; κρατὴρ μεστὸς ἐϋφροσύνης Xenoph.1.4: pl., σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσυνῃσιν ἰαίνεται is cheered with glad thoughts, Od.6.156; festivities, A.Pr. 539, E.Ba.377 (both lyr.), etc.: chiefly poet., used by X.Cyr.8.1.32, Ages.9.4 (pl.): in sg., Id.Cyr.3.3.7, Pl.Ti.80b; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη Epicur. Fr.2: also in later Prose, LXX Ge.31.27, al., Act.Ap.2.28, Diogenian. Epicur.4.50, PLips.119 ii 1 (iii A. D.), etc.; εὐ. ψυχῆς οἶνος πινόμενος LXX Si.34.28 (31.36). II pr. n., Euphrosyne, one of the Graces, Hes.Th.909, etc.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋφροσύνη;
ης (ἡ) :
1 joie, gaîté, plaisir;
2 particul. joie dans un festin, bonne chère.
Étymologie: εὔφρων.

English (Strong)

from the same as εὐφραίνω; joyfulness: gladness, joy.

English (Thayer)

εὐφροσύνης, ἡ (εὔφρων (well-minded, cheerful)), from Homer down; good cheer, joy, gladness: Acts 14:17>.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφροσύνη, Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) εύφρων
1. χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, αγαλλίαση («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Εὐφροσύνη
μία από τις τρεις Χάριτες.

Greek Monotonic

εὐφροσύνη: Επικ. ἐϋφρ-, ἡ (εὔφρων), ευθυμία, κέφι, χαρά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για συμπόσιο, ξεφάντωμα, γλέντι, γενική ευθυμία, χαρμόσυνη διάθεση, στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφροσύνη: эп. ἐϋφροσύνη (σῠ) ἡ тж. pl. радость, веселье Pind., Xen., Plat., Plut.; γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχειν Hom. смеяться и веселиться; ὁ παρὰ καλλιοτεφάνοις εὐφροσύναις δαίμων Eur. бог украшенных венками веселий (пиров), т. е. Вакх.

Middle Liddell

εὔφρων
mirth, merriment, Od.:—of a banquet, good cheer, festivity, Od.:—in pl. glad thoughts, Od.; festivities, Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:eÙfrosÚnh 由-弗羅需尼
詞類次數:名詞(2)
原文字根:好-意向 共同(的)
字義溯源:喜樂,快樂,歡樂;源自(εὐφραίνω)=使人心情愉快);由(εὖ / εὖγε)=好)與(φρήν)*=心思,悟性)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)。參讀 (ἀγαλλιάω)的同義字參讀 (εὐφραίνω)的同源字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 喜樂(1) 徒14:17;
2) 快樂(1) 徒2:28

Translations

Bulgarian: веселие, радост; Chinese Mandarin: 歡笑, 欢笑, 愉快, 高興, 高兴; Dutch: vrolijkheid; Finnish: ilo, hilpeys; French: gaieté; Georgian: მხიარულება, სიმხიარულე, სიხარული; German: Fröhlichkeit, Belustigung, Freude; Greek: ευθυμία, κέφι; Ancient Greek: εὐφροσύνη; Italian: gioia, allegria; Japanese: 笑い, 遊び, 喜び, 歓楽; Malayalam: ആഹ്ലാദം; Plautdietsch: Freid; Portuguese: alegria, júbilo; Russian: радость, веселье; Scottish Gaelic: sogan; Spanish: felicidad, alegría, júbilo; Swedish: munterhet, glädje

German (Pape)

ἡ, ep. ἐϋφροσύνη, Frohsinn, Heiterkeit, Freude bes. beim Mahle, ἀλλήλῃσι γέλωτα καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od. 20.8; 23.52; im plur., θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται 6.155; Pind. und Tragg., wie Aesch. θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις Prom. 537; τινὶ παρέχειν Plat. Tim. 80b; Folgde: auch im plur., wie Xen. Cyr. 8.1.32. – Bei Orph. H. 2.5 = εὐφρόνη, die Nacht, die Wohlwollende. – Ammon. erkl. εὐφρ. πάθος χρόνιον μετὰ σωφροσύνης γιγνόμενον, während εὐθυμία nur eine βραχεῖα ψυχῆς χαρά ist.