ἀκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάθεκτος Medium diacritics: ἀκάθεκτος Low diacritics: ακάθεκτος Capitals: ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: akáthektos Transliteration B: akathektos Transliteration C: akathektos Beta Code: a)ka/qektos

English (LSJ)

ον, ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv.-τως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. + καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.

German (Pape)

unaufhaltsam, θράσος Plut. Nic. 8.