τριώβολον
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
Dor. τριώδελον (q.v.), τό, (ὀβολός) A three-obol-piece, half-drachma, triobol, hemidrachm, οὐκ ἄξιος τριωβόλου Nicopho 12, cf. Ar.Pl.125; ὀψωνεῖν μέχρι τριωβόλου Eub.88, etc.—At Athens, this was 1 pay of the dicasts or pay of jurymen for a day's sitting in court, Ar.Eq.51,800, etc. 2 pay given to the members of the ἐκκλησία whenever they chose to attend, first given about 392 B.C., Id.Ec.292,308. 3 pay of the marine soldiery (ἐπιβάται), Th.8.45, X.HG1.5.7, etc. 4 a tax paid by μέτοικοι (or perhaps by freedment who became such), Men.35. II a weight of three obols, Sor.1.63.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pièce de monnaie de trois oboles.
Étymologie: τρεῖς, ὀβολός.
Greek Monotonic
τριώβολον: τό (ὀβολός),
1. νόμισμα τριων οβολών, μισή δραχμή· στην Αθήνα ήταν ο μισθός των δικαστών για κάθε ημερήσια συνεδρία· ο μισθός αυτός ορίστηκε πρώτα από τον Περικλή, σε Αριστοφ.
2. ο μισθός των οπλιτών (ἐπιβατῶν) στα καράβια, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐώβολον: τό (монета в) три обола Thuc., Xen. etc. (три обола были дневным жалованьем солдатам морской пехоты, членам суда и экклесии).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριώβολον -ου, τό [τρι-, ὀβολός] triobool (munt van drie obolen); in Athene presentiegeld voor de volksvergadering, of soldij voor de vloot.
Middle Liddell
τρι-ώβολον, ου, τό, ὀβολός
1. a three-obol-piece, a half-drachma, at Athens, the pay of the dicasts for a day's sitting, first given by Pericles, Ar.
2. the pay of the marine soldiery (ἐπιβάταἰ, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=νόμισμα τριῶν ὀβολῶν, μισή δραχμή). Ἀπό τό τρι + ὀβολός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.
German (Pape)
τό, = τριώβολος.