κρησφύγετον
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
English (LSJ)
[ῠ], τό, (φεύγω) place of refuge, retreat, Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as refuge from the Cretan, i.e. Minos.)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de refuge, asile.
Étymologie: κράς, φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρησφύγετον -ου, τό toevluchtsoord.
Russian (Dvoretsky)
κρησφύγετον: (ῠ) τό место убежища, убежище Her., Luc.
Greek Monotonic
κρησφύγετον: [ῠ], τό (φῠγεῖν), μέρος διαφυγής, τόπος αναχώρησης, καταφύγιο, άσυλο, σε Ηρόδ.· (το πρώτο μέρος της λέξης, το κρησ-, είναι αμφίβολης προέλευσης).
Greek (Liddell-Scott)
κρησφύγετον: ῠ, τό, (φεύγω) τόπος καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, καταφύγιον, Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως, κρησ-, εἶναι ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κυρίως καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: place of retreat, refuge (Hdt., D. H., Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) from *χρησφύγε-τον, dissimilated with contraction from *χρηεσ-φ., compound wit suffix το- (cf. ἀκμό-θε-τον) from φυγεῖν and χρῆος guilt, so prop. "flying from guilt"; see Wackernagel l.c. Criticized by Kretschmer KZ 33, 273f.; cf. Brugmann IF 18, 431; Chantr. calls it more ingenious than convincing; he assumes a suffix -ετον. - The connection with κάρα head (Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gives no convincing meaning; wrong Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq a. WP. 1, 486). Kapsomenos, Glotta 40 (19662) 43-50 assumes *πρησφ-, with a variant of πρεσ- = προς.
Middle Liddell
κρησ-φῠ́γετον, ου, τό, [φῠγεῖν]
a place of refuge, retreat, resort, Hdt. [The first part of the word, κρησ-, is uncertain.]
Frisk Etymology German
κρησφύγετον: {krēsphúgeton}
Grammar: n.
Meaning: Zufluchtsort (Hdt., D. H., Luk.).
Etymology: Wohl mit Wackernagel KZ 33, 56 f. (= Kl. Schr. 1, 735f.) aus *χρησφύγετον dissimiliert mit Kontraktion aus *χρηεσφ., Zusammenbildung mit το-Suffix (vgl. ἀκμόθετον) aus φυγεῖν und χρῆος Schuld, somit eig. "das Schuldentfliehen", d. h. Ort, wohin man den Schulden entflieht; Näheres bei Wackernagel a.a.O. Kritik bei Kretschmer KZ 33, 273f.; vgl. Brugmann IF 18, 431. — Die Anknüpfung an κάρα Kopf (z.B. Kretschmer KZ 31, 410, Solmsen RhM 53, 155f.) gibt keinen befriedigenden Sinn; verfehlt ebenfalls Charpentier BB 30, 155ff. (s. Bq u. WP. 1, 486).
Page 2,17
Mantoulidis Etymological
τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο μέρος τῆς λέξης: κρησεἶναι ἄγνωστο. Τό δεύτερο ἀπό τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
τό, der Zufluchtsort, Her. 5.124, 8.51, 9.15 und Sp., wie Luc. merc.cond. 11, Eun. 10. Nach VLL eigtl. ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand.