συνεφέπομαι

From LSJ
Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέπομαι Medium diacritics: συνεφέπομαι Low diacritics: συνεφέπομαι Capitals: ΣΥΝΕΦΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: synephépomai Transliteration B: synephepomai Transliteration C: synefepomai Beta Code: sunefe/pomai

English (LSJ)

aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέπομαι: (aor. συνεφεσπόμην - ион. συνεπεσπόμην)
1) одновременно следовать, отправляться следом Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ ὁπλιτικόν Xen. за ними последовали и гоплиты;
2) следить: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῦσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].

Greek Monotonic

συνεφέπομαι: αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην
Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.

German (Pape)

(ἕπομαι), = συνεπακολουθέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5.47, 9.102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευθερία, Plat. Legg. III.701a; auch ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ, Soph. 254c; τούτῳ τῷ μύθῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII.344d; Xen. Cyr. 6.4.10 und öfter, und Folgde.