παραλλάξ

From LSJ
Revision as of 18:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλλάξ Medium diacritics: παραλλάξ Low diacritics: παραλλάξ Capitals: ΠΑΡΑΛΛΑΞ
Transliteration A: paralláx Transliteration B: parallax Transliteration C: parallaks Beta Code: paralla/c

English (LSJ)

Adv. A alternately, in turn, S.Aj.1087; ἀνάπαλιν καὶ π. Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] π. Arist.Resp.471a11; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. Id.Mir.835a1; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8. 2 in alternating rows, νῆσοι… π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102. II π. εἶναι, = παραλλάσσειν 11.1, ἐν τῇ γ π. εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25. III side by side, Hermog.Meth.5.

German (Pape)

[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παρ. ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παρ. κείμεναι im Gegensatz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.

French (Bailly abrégé)

adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλλάξ [παραλλάττω] adv., afwisselend, beurtelings.

Russian (Dvoretsky)

παραλλάξ: adv. попеременно, чередуясь (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.): ἕρπει π. ταῦτα Soph. (все) это движется перемежаясь; ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать; π. εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (με τροπ. σημ.)
1. διαδοχικά, εναλλάξ
2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως
3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί»
(για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του, παρεκκλίνω, αποκλίνω («ἐν τῇ γῇ παραλλάξ εἰσι οἱ πόροι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἀλάξ (< ἀλλάσσω), πρβλ. αμφ-αλλάξ].

Greek Monotonic

παραλλάξ: επίρρ.,
1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.
2. σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως::::, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.

Middle Liddell

[from παραλλάσσω
1. alternately, in turn, Lat. vicissim, Soph.
2. in alternating rows, Lat. ad quincuncem dispositi, Thuc.

English (Woodhouse)

alternately

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)