Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπτύσσω

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπτύσσω Medium diacritics: συμπτύσσω Low diacritics: συμπτύσσω Capitals: ΣΥΜΠΤΥΣΣΩ
Transliteration A: symptýssō Transliteration B: symptyssō Transliteration C: symptysso Beta Code: sumptu/ssw

English (LSJ)

A fold together or pack together, S.Tr.691:—Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα = eyelids which close, Gal.UP10.6. 2 Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, be not yet unfolded, ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1; ἐν τῷ κέντρῳ συνέπτυκται ὁ κύκλος = in the centre the circle has been packed together ib.32, cf. Procl.Inst. 171. 3 knock in, dent, συνεπτυγμένον ἄργυρον = collisum argentum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 990] zusammenfalten, ein Gewand, Soph. Tr. 688; daher auch verschließen, Gegensatz von ἀναπτύσσω.

French (Bailly abrégé)

plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.
Étymologie: σύν, πτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πτύσσω [σύν, πτύσσω] samenvouwen.

Russian (Dvoretsky)

συμπτύσσω: складывать, укладывать (δῶρον κοίλῳ ζυγάστρῳ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπτύσσω: πτύσσω, διπλώνω ὁμοῦ, διπλώνω καὶ θέτω κατὰ μέρος, Σοφ. Τρ. 691. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνατείνομαι, Ἰωανν. Διακ. Ἀλληγ. εἰς Ἡσ. Θεογ. σ. 450.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)
2. στρ. (μέσ. και παθ.) συμπτύσσομαι
υποχωρώ, οπισθοχωρώ («το εκστρατευτικό σώμα έλαβε διαταγή να συμπτυχθεί»)
3. μτφ. συντομεύωσυμπτύσσω το άρθρο»)
αρχ.
1. διπλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. ενσφηνώνω
3. φρ. α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (Γαλ.)
β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν μαζί σαν βεντάλια (Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].

Greek Monotonic

συμπτύσσω: μέλ. -ξω, διπλώνω μαζί, διπλώνω και τοποθετώ στο πλάι, συμμαζεύω, σε Σοφ.

Mantoulidis Etymological

(=διπλώνω). Ἀπό τό σύν + πτύσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.