ἐπιμελητής

Revision as of 18:17, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who has charge of a thing, manager, curator, τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Ar.Pl.907; ὄνων καὶ ἵππων Pl.Grg.516a; τῶν εἰς τὴν δίαιταν ἐπιτηδείων X.Cyr.8.1.9; also ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπιμελητής Pl.Lg.951e: abs., φύλαξ καὶ ἐπιμελητής X.Mem.2.7.14; of a bailiff, Theoc.10.54; of a governor, X.HG3.2.11; τῆς Τριφυλίας Plb.4.80.15, cf. Plu.Alex.35; Δήλου SIG2 508 (Delos, ii B.C.), etc.; in Salamis, IG22.1008.77, etc. 2. military commander, τῆς οὐραγίας Plb.3.79.4. II. as an official title, curator, 1. of sacred matters, Lys.7.29; τῶν περὶ τὰ ἱερά Arist.Pol. 1322b19; μυστηρίων D.21.171, IG22.1672.246, etc.; of the Dionysia, D.21.15; [ἐπιμελητὴς τῆς πομπῆς] Arist.Ath.56.4, IG22.668; of the shrine of Amphiaraus at Oropus, ib.7.4255.32. 2. financial officers at Athens, ib.12.65.46; of the Eleven, ἐ. τῶν κακούργων Antipho 5.17. 3. of the chiefs of the φυλαί or Tribes, D.21.13, IG22.1139, etc.; ἐπιμελητὴς τῆς συμμορίας D.47.22. 4. τῶν νεωρίων Id.22.63, IG22.1629.179; ἐπιμελητὴς ἐμπορίου clerk of the market, Din.2.10; ἐπιμελητὴς ἐπὶ τὸν λιμένα harbourmaster, IG22.1012.19; inspector of weights and measures, ib.22.1013.47; curator of the gymnasia, ib.22.1077.12; of the πρυτανεῖον, ib.3.90; κρηνῶν Arist.Pol.1321b26, Ath.43.1; ἐπιμελητὴς ὁδοῦ Ἀππίας, = Lat. curator viae Appiae, CIG4029 (Ancyra, ii A.D.); πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς Arist.Pol.1322a36, cf.SIG707.18 (ii B.C.); τῶν ξένων IG12(1).49.50 (Rhodes, ii B.C.). 5. title of a magistrate at Epidaurus, Ἀρχ.Ἐφ.1918.117 (ii B.C.), cf. IG4.490 (Cleonae), 4.840, 841 (Calauria), 4.2 (Aegina). 6. financial officer in Egypt, Arch.Pap. 2.83 (iii B.C.), PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc. 7. deputy of an Emperor holding honorary local office, SIG872 (Eleusis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, der Besorger, Verwalter, Aufseher; ὄνων καὶ ἵππων Plat. Gorg. 516 a; παιδείας Legg. VI, 765 d (auch περὶ τῆς παιδείας, IX, 951 e); καὶ προστάτης ibd. 766 b; τῆς πόλεως Rep. IV, 424 b; καὶ φύλαξ Xen. Mem. 2, 7, 14; τῶν κακούργων Antiph. 5, 17, das sind οἱ ἕνδεκα; – in Athen bes. gewisse Commissionen, die auf eine bestimmte Zeit für gewisse Geschäfte ernannt wurden, ohne das Ansehen wirklicher Behörden, ἀρχαί, zu haben (vgl. ἐπιμελέομαι;) so τῶν νεωρίων, Vorsteher der Schiffswerften, Dem. 22, 63; ἐμπορίου, Din. 2, 10; τῶν φυλῶν, Vorsteher der Phylen, Dem. 21, 13; οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις, 47, 21; τῶν μυστηρίων, 21, 171; εἰς Διονύσια, 21, 15 u. A.; τῶν κοινῶν προσόδων, Schatzmeister, Plut. Aristid. 4. – Bei Sp. Statthalter, Pol. 4, 80, 15 D. Sic. 1, 17; τῆσ οὐραγίας, Anführer, Pol. 3, 79, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;
2 abs. administrateur, directeur, gouverneur ; particul. à Athènes préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, etc.).
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελητής: οῦ ὁ
1 попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава (τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὶ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.): ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. распорядитель мистерий; ἐ. τῶν νεωρίων Dem. начальник верфи; ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. главный казначей; ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. смотритель рынка; ἐ. ἵππων Plat. ухаживающий за лошадьми, конюх; ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. начальник арьергарда;
2 наместник, управитель (τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητής: -οῦ, ὁ, (ἐπιμελέομαι) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, οἰκονόμος, φροντιστής, ἐπιστάτης, τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, διέπω τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· ὡσαύτως, ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., φύλαξ καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, αὐτόθι 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ ἐπιστασία πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ Διονύσια ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν ἕνδεκα, ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς δέκα κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, λιμενάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, αὐτόθι 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς αὐτόθι 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) επιμελούμαι
ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ.
γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.)
νεοελλ.
1. (στα σχολεία) ο μαθητής που φροντίζει για την ευκοσμία της τάξης
2. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής έδρας ή κλινικής
3. (παλιότερα) αξιωματικός του οικονομικού σώματος του στρατού
4. αυτός που επιμελείται μια έκδοση
αρχ.
1. στρατηγός
2. στον πληθ. οἱ ἐπιμεληταί
άρχοντες στην Αθήνα που φρόντιζαν τα οικονομικά
3. αρχηγός φυλής
4. επόπτης μέτρων και σταθμών
5. έφορος τών γυμνασίων
6. έφορος του πρυτανείου
7. (για αυτοκράτορα που διατηρεί τιμητικά τοπικό αξίωμα) επίτροπος, βουλευτής.

Greek Monotonic

ἐπιμελητής: -οῦ, ὁ (ἐπιμελέομαι), αυτός που έχει την φροντίδα, την επιμέλεια ενός πράγματος, διοικητής, διευθυντής, επιμελητής, επιστάτης, επόπτης, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐπιμελητής, οῦ, ἐπιμελέομαι
one who has charge of a thing, a governor, manager, curator, superintendent, Ar., Xen., etc.

English (Woodhouse)

curator, guardian, manager, overseer, superintendent, one who has charge, one who looks after anything