ἰσομοιρία

From LSJ
Revision as of 18:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρία Medium diacritics: ἰσομοιρία Low diacritics: ισομοιρία Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: isomoiría Transliteration B: isomoiria Transliteration C: isomoiria Beta Code: i)somoiri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75. 2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4. 3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534. 4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρία:
1 равное распределение (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);
2 равная доля, одинаковое участие: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτιἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.

Greek Monotonic

ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσομοιρία, ἡ,
an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. [from ἰσόμοιρος